11/24/2007

12. Αφιέρωμα: Γιάννης Ρίτσος

Εισαγωγή: Ακολουθεί ένα μικρό, σύντομο αφιέρωμα στον ποιητή, Γιάννη Ρίτσο. Παρατίθενται παρακάτω τρία ποιήματα του, τα οποία (προσωπικά) μου αρέσουν πολύ (ιδίως το πρώτο, λόγο του διάχυτου αισθησιασμού που το διακατέχει, χωρίς ίχνος όμως, χυδαιότητας). Το πολύ γνωστό του ποίημα: «Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος» δεν παρατίθεται λόγω του ότι είναι αρκετά γνωστό και υπάρχει διάχυτο στο διαδικτύου σε πολλές ιστοσελίδες.

Καλή σας ανάγνωση.





ΘΕΡΙΝΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ
(επιλογή: ΕΦΗΒΕΙΑ)


Το παντελόνι του κρεμασμένο στο καρφί του τοίχου
Χαλαρό, κι ίσως ζεστό ακόμη απ’ το σώμα του,
Αδειασμένο απ’ το σώμα του.
          Σηκώθηκε ξυπόλητος,
το άγγιξε μυστικά με το χέρι του, νιώθοντας
πως άγγιζε άφοβα ένα ξένο σώμα ή πως
ένας ξένος τον άγγιζε. Έκλεισε τα μάτια του
ακούγοντας έξω το λαχάνιασμα της νύχτας.


ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(απόσπασμα)


[...]

Οι γειτονιές θυμούνται. Οι γειτονιές
δε θέλουν να ξεχάσουν. Τα χαράματα
οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο. Τη νύχτα
τα φώτα του Χαϊδαρίου. Η συσκότιση.
Το φιλί ήταν πικρό και βιαστικό.
Ύστερα πέφτανε τα χέρια στο πλάι.
Μια πιστολιά στο δρόμο. Η νύχτα. Κι η τρεχάλα.
Η νύχτα. Κι η καρδιά που χτυπάει δυνατά
όπως χτυπάει μια γροθιά πάνου στο τραπέζι.
Ύστερα πάλι η σιγαλιά. Μονάχα
τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο
κι ένα χέρι που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας
κι ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο
κι ένα χέρι που ράβει μιά σημαία
κι ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι
καθ τ’ άστρα που δείχνουν τα σφιγμένα τους δόντια
πάνω από τον κυρτό σταυρό που ανεμίζει στην Ακρόπολη,
κι ο άνεμος που αρχίζει τα μεσάνυχτα.

[...]


12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ
(επιλογή: Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ)


Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυό ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθετε, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλο του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα του θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναί και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φώς του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση –ψιθύρισε μόνος του–
τότε, από πουθενά μην περιμένεις έλεος.»


Περί βιβλίου:
Τίτλος: Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου
Συγγραφέας: Γιάννης Ρίτσος
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 476
ISBN: 960-04-1833-0

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
http://en.wikipedia.org/wiki/Yiannis_Ritsos

11/17/2007

11. (Γκέι) Διήγημα: Ο Κωσταντής και το Πολυτεχνείο

ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Το παρακάτω διήγημα δεν έχει σκοπό να διακωμωδήσει ή να προσβάλει την μνήμη των ανθρώπων που αγωνίστηκαν, υπέφεραν, αλλά και πέθαναν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το εβδομήντα τρία. Είναι η δραματοποιημένη (αληθινή) ιστορία ενός ομοφυλόφιλου νεαρού που έζησε τα γεγονότα, και γράφτηκε με σκοπό να μην ξεχαστεί η ιστορία του.

Σε περίπτωση που το έργο σας θίγει και σας προσβάλει, έχετε το δικαίωμα να εγκαταλείψετε την παρούσα ιστοσελίδα και να μεταβείτε σε άλλη της αρεσκείας σας.

Ο συγγραφέας αποποιείται πάσα ευθύνη για τυχόν ηθικές βλάβες και επιτρέπει την ανάγνωση μόνο για ψυχαγωγικό-ενημερωτικό σκοπό. Σε περίπτωση που κάποιος επιθυμεί να κινηθεί κακόβουλα, με ένδικα ή μη μέσα, κατά του συγγραφέα, δεν του επιτρέπεται η ανάγνωση και αναδιανομή του υλικού με οποιονδήποτε τρόπο· ηλεκτρονικό ή συμβατικό.

Απαγορεύεται η ανάγνωση από ανήλικους κάτω των 18 ετών!



Για το παρακάτω έργο, είπαν:

«Πρόκειται για μια μοναδική μαρτυρία που υποδηλώνει ξεκάθαρα τον σημαντικότατο ρόλο των ομοφυλόφιλων ανδρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 στην Ελλάδα. Ένα ντοκουμέντο που αξίζει να διασωθεί».

- The Gayville Times Gazette


«Ένα αριστούργημα, μια ιστορική νουβέλα από τον μεγάλο συγγραφέα των μεγάλων επιτυχιών, Ναυτίλου-του-Διαδικτύου, που για άλλη μια φορά μας συνεπαίρνει και μας συγκινεί με την μοναδικότητα της γραφής του».

- Queer As I Am Magazine


«Πρόκειται για ένα βδελυρό κείμενο που ξεφτιλίζει και αμαυρώνει την ηρωική αντίσταση της περήφανης Ελληνικής Νεολαίας. Ο συγγραφέας αποτελεί μίασμα για την κλεινή ελληνική ιστορία και παράδοση. Η δικαιοσύνη οφείλει να επέμβει τάχιστα και δυναμικά για την πάταξη τέτοιων φαινομένων».

- Φιλλίμων Ευπατρίδης,
Βουλευτής ΛΑ.Ο.Σ (Λαϊκός Ορθόδοξος Σκοταδισμός)




ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ:

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!



Ο Κωσταντής ξύπνησε από της φωνές της κυρά Νίτσας, της γειτόνισσας, που τσίριζε κυριολεκτικά στην κουζίνα της μητέρας του, βρίζοντας και ρίχνοντας κατάρες, για αυτά που συνέβαιναν στην κοινωνία σήμερα.

«Μα επιτέλους κυρά Ευτέρπη μου! Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτό το πράγμα. Δεν είναι δυνατών εν έτη 1973 να γίνονται τέτοια πράγματα. Οι φοιτητές έχουν πραγματικά ξεσαλώσει! Είναι η τρίτη φορά που πιάνω τον Νώντα μου στο κρεβάτι με ένα τσουλάκι –συγχώρα με Θεέ μου!–, που σπουδάζει στην Νομική. Τι δουλειά έχεις τέτοια ώρα βρε παλιογύναιο με τον άνδρα μου στο κρεβάτί μας, την ρωτάω. Και τι μου απαντάει κυρά Ευτέρπη μου, εγώ θα σου πω! Έχουμε κατάληψη και δεν είχα που να πάω. Ακούς;! Ακούς κυρά Ευτέρπη μου; Θράσος που το έχουν οι νέοι σήμερα. Έχουν κατάληψη, λέει! Δεν είχε που να πάει και καπάρωσε τον Νώντα μου. Μωρέ καλά το λέει ο Παπαδόπουλος –να αγιάσει ο στόμας του!– ότι έχουμε πάρει τον κάτω δρόμο. Και να με θυμάσαι κυρά Ευτέρπη μου, για όλα φταίνε αυτοί οι κομμουνιστές –που κακό χρόνο να ’χουν!»

«Ηρέμησε βρε Νίτσα μου», της απαντάει ήρεμα η κυρά Ευτέρπη, «ηρέμησε και μη μου συγχύζεσαι. Δεν είναι όλοι οι νέοι κακοί και διεφθαρμένοι από τας κομμουνιστάς· υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.»

Εκείνη την ώρα, ο Κωσταντής αγουροξυπνημένος, πέρασε από την κουζίνα φορώντας μοναχά το λευκό σλιπάκι του, μουρμούρισε μια καλημέρα, μπήκε στον καμπινέ κι έκλεισε την πόρτα. Δευτερόλεπτα μετά ακουγόταν ο ήχος απ’ το κάτουρο που έπεφτε μεσ’ την χέστρα.

«Σαν τον Κωσταντή μου καλή ώρα. Ξύπνησε το πουλάκι μου», συμπλήρωσε η κυρά Ευτέρπη.

«Εμ βέβαια κυρά Ευτέρπη μου», απάντησε με κεκαλυμμένη ζήλια η κυρά Νίτσα, που από καιρό της γυάλιζε το εικοσάχρονο πουλάρι της γειτόνισσας, «πράγματι είσαι πολύ τυχερή. Παλικάρια σαν τον γιο σου έχουν μείνει λίγα πια τη σήμερον ημέρα. Ο Θεός να το ’χει καλά το πουλί μου. Αλλά το μεγάλωσες κι εσύ σωστά κυρά Ευτέρπη μου –χριστιανικά! Του έδωσες τρόπους και ήθος, το πρόσεχες και δε το άφικες να μπλέξει με κακές παρέες. Ακόμη θυμούμαι πως πήρες στο κυνήγι τον φίλο του στο δημοτικό, τον γιο του παπουτσή του κομμουνιστή, και του κοπάνισες την πέτρα στο κεφάλι και του τ’ άνοιξες, όταν έμαθες τη κουμάσι ήταν ο πατέρας του. Θυμάσαι μωρή;» Κι έσκασαν στα γέλια κι οι δυο τους να γελάνε σα χαζές.

Ακούστηκε ο ήχος από το καζανάκι κι ο Κωσταντής βρέθηκε πάλι στην κουζίνα. Για άλλη μια φορά το μάτι της κυρά Νίτσας, έπεσε –τυχαία– στο μεγάλο φούσκωμα μπροστά στο σλιπ του παλικαριού, κι άστραψε το μάτι της.

«Σε ξυπνήσαμε παλικάρι μου;» ρώτησε δήθεν από ενδιαφέρον η κυρά Νίτσα.
«Μπα όχι, θα σηκωνόμουνα έτσι κι αλλιώς για να πάω στην σχολή να δω τι γίνεται», απάντησε αυτός αδιάφορα.
«Τι να γίνεται πουλί μου, κλειστό είναι ακόμα. Το φρουρούνε οι αστυνόμοι μη τυχών και μπούνε πάλι αυτοί οι κομμουνιστές και το βεβηλώσουνε πάλι –που κακό χρόνο να ’χουνε.»
«Θα πιεις καφέ αγόρι μου;» ρώτησε η μητέρα του.
«Μπά όχι μωρέ μάνα, θα πάω κάτω γιατί έχω ανησυχήσει. Κάτι λένε πως θα μας κόψουν ολωνών μας τις αναβολές, γιατί δημιουργούμε λέει επεισόδια. Κατάλαβες μανούλα μου. Ζημιά θα μας κάμουν αυτοί οι κομμουνιστές—»
«Που κακό χρόνο να ’χουν!» διέκοψε η κυρά Νίτσα.
«Πάω να ντυθώ», συνέχισε αυτός, αδιαφορώντας για το σχόλιο της γειτόνισσας, και μπήκε στο δωμάτιο του.

Φόρεσε παντελόνι και παπούτσια, έβαλε φανελάκι κι άσπρο πουκάμισο, φόρεσε από πάνω κι ένα γιλέκο· Νοέμβριος μήνας ήτανε, κι όσο να ’ναι έχει λίγο κρύο και θέλει προσοχή. Πήρε τα κλειδιά από το κομοδίνο, χαιρέτισε βιαστικά τη μητέρα και βγήκε βιαστικά-βιαστικά, προλαβαίνοντας να ακούσει μονάχα λίγες λέξεις από αυτά που του φώναξε η μητέρα του: «... σέχεις γιατί είναι επικίνδ...». Κατέβηκε τα σκαλιά χοροπηδώντας, και βγήκε έξω από την πολυκατοικία.

*  *  *

Σταμάτησε στο περίπτερο κι αγόρασε μερικά τσιγάρα χύμα, σπίρτα και μια εφημερίδα. Άναψε ένα τσιγάρο και έριξε μια βιαστική ματιά στην πρώτη σελίδα που έγραφε: «Η κυβερνησήν εδήλωσεν πως εχθές, μια μικρή ομάς αναρχικών, παραβίασεν τον κλοιό της αστυνομίας και εισέβαλε δια άλλη μιαν φοράν εις τον χώρον της Πολυτεχνικής σχολής, βεβηλώνοντας τον χώρον κι εμποδίζοντας έτσι την ομαλήν λειτουργίαν της σχολής.»
Δεν διάβασε άλλο. Έκανε έναν μορφασμό αηδίας, τσαλάκωσε την εφημερίδα και με έντονο βήμα άρχισε να περπατάει προς την Πατησίων. Σε μία ώρα έβλεπε από μακριά το κτήριο της Πολυτεχνικής σχολής. Είδε αρκετούς αστυνομικούς συγκεντρωμένους σε ομάδες, που κοιτούσαν με μάτι γυάλινο από μίσος, αλλά και άγχος, μην έχοντας σαφείς εντολές για το πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση· δεν υπήρχαν ακόμη εντολές από τα ανώτερα κλιμάκια.

Αν εξαιρεθούν τα έντονα βλέμματα των οργάνων της τάξεως, ο Κωσταντής δεν συνάντησε ιδιαίτερη αντίσταση και με ευκολία βρέθηκε σε μια γωνιά από την πίσω μεριά, όπου σκαρφάλωσε τον τοίχο και μπήκε μέσα στον χώρο της σχολής. Εκεί τον υποδέχτηκαν με χαρά αρκετοί από τους συσπουδαστές του που ανέλαβαν να τον ενημερώσουν για τα μέχρι τώρα τεκταινόμενα, αφού πρώτα τους μοίρασε τα τσιγάρα του και σκίσανε με λύσσα την εφημερίδα που είχε μόλις πριν λίγο αγοράσει.

Η μέρα κυλούσε έντονα, με όλο και περισσότερα παιδιά να καταφθάνουν, ενώ περαστικοί, περπατούσαν στον δρόμο με έντονο βήμα κι εκτόξευαν πάνω από τα κάγκελα σακούλες με τρόφιμα, νερό, τσιγάρα κι άλλα είδη ανάγκης για τα παιδιά. Κατά το μεσημέρι ανακοινώθηκε στο προαύλιο πως ο Κώστας ο Κουρκουμπέτης μαζί με άλλα παιδιά από το τμήμα ηλεκτρολόγων, είχαν καταφέρει να κατασκευάσουν και να βάλουν σε λειτουργία ένα πομπό, και πως εξέπεμπαν στην Αθήνα. Σύντομα, το νέο είχε εξαπλωθεί, και αρκετοί πια στην πρωτεύουσα μάθαιναν τα τεκταινόμενα, συντονισμένοι στους χιλίους πενήντα χιλιόκυκλους. Ο Κωσταντής χαιρότανε μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά το μυαλό του ταξίδευε αλλού.

Ο παιδικός του φίλος, ναι, αυτός που η μάνα του, του είχε ανοίξει το κεφάλι με εκείνη την γαμημένη κοτρόνα, που του τη σβούριξε πα’ στο κεφάλι χωρίς κανέναν λόγο, μπροστά σε όλο το σχολείο· εκείνον που αργότερα θα βρει ξανά μπροστά του, συμμαθητή στο πρώτο έτος της σχολής, αυτόν που τώρα είναι το νούμερο ένα πρόσωπο στην ζωή του. Αυτόν, που τον περίμενε με αγωνία, αλλά δεν είχε δώσει σημάδια ζωής, και σύντομα θα βράδιαζε. Όσο κατέβαινε ο ήλιος, τόσο μαύριζε κι η ψυχή του Κωσταντή.

*  *  *

Βρέθηκαν τυχαία. Στην αρχή δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του έκανε εντύπωση η οικειότητα που του έδειχνε αυτός ο συμμαθητής. Όταν μπήκε μέσα στην τάξη πρώτη φορά, κοίταξε προς το μέρος του, έσκασε ένα χαμόγελο κι έκατσε αμέσως δίπλα του.

Ήταν όμορφο παλικάρι. Ψηλό δεν θα τον έλεγες, μα είχε ωραίο σώμα· καμαρωτό. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, κουρεμένα κοντά, σε αντίθεση με κάποιους άλλους που τα είχαν μακριά κι ατημέλητα, και κυκλοφορούσαν αξύριστοι. Ήταν Οκτώβρης μήνας κι είχε ζέστη, και το πουκάμισο του είχε ξεκούμπωτο το πάνω κουμπί, αποκαλύπτοντας ένα στέρνο γεμάτο πνοή· με μια καρδιά να χτυπά από κάτω, με δίψα για ζωή.

Του συστήθηκε· δεν συγκράτησε το όνομα. Του συστήθηκε κι αυτός, και ο άλλος ανταπάντησε πως ήξερε ποιος είναι. Ρώτησε πώς, και του αποκαλύφθηκε. Τότε χαμογέλασε, γέλασε, θυμήθηκε και ντράπηκε –σώπασε.
Μα ο άλλος του είπε πως δεν πειράζει. Πως ήταν παιδιά και πως δεν φταίει ούτε εκείνος για την συμπεριφορά της μητέρας του, ούτε κι αυτός που δεν την παράκουσε και τον έβγαλε από την παρέα του.

Η πρώτη χρονιά πέρασε, με μερικά απρόοπτα, μιας και οι καιροί ήταν περίεργοι, και δύσκολοι. Όμως ο έρωτας φούντωνε ανάμεσα στους δύο νέους, που όσο περνούσε ο καιρός, τόσο δένονταν μεταξύ τους. Ως που το καλοκαίρι που πέρασε, ενώθηκαν και μοιράσθηκαν τα κορμιά αναμεταξύ τους και έδεσαν για πάντα με όρκους της ζωές τους.

Ο ένας, αστός, γιος μιας κλασσικής οικογένειας Γκάγκαρων, που είχαν από καιρό ξεπέσει όμως και ζούσαν απλοϊκά, με μητέρα οικοκυρά και πατέρα δημόσιο υπάλληλο στην δημαρχία.
Ο άλλος, γιος μεταναστών από την Μακεδονία, από τον καιρό του εμφυλίου. Στιγματισμένος με την βούλα του παππού αγωνιστή στη ΕΑΜ. Το πώς κατάφερε να περάσει στη σχολή, παρέμενε μυστήριο.
Συχνά μάλωναν. Ο ένας είχε μάθει να είναι υποτακτικός, φιλήσυχος· ο άλλος να μάχεται, να αγωνίζεται, να παλεύει για ένα ιδανικό, για ένα μέλλον που το θεωρούσε καλύτερο. Μα ο έρωτας τους μόνιαζε πάντα στο τέλος κι όσο περνούσε ο καιρός, μάθαινε ο ένας τον άλλον.

*  *  *

Μπήκε το φθινόπωρο του εβδομήντα τρία. Δευτεροετείς κι οι δυό τους, με καλούς βαθμούς και όνειρα για το μέλλον. Ο Κωσταντής βαθιά επηρεασμένος από τους λόγους, τα πιστεύω και τα ιδανικά του αγαπημένου του, ασπάστηκε το πεπρωμένο της ηλικίας του. Αυτό του κάθε φυσιολογικού νέου, που αντιστέκεται, σε κάθε τι που του στερεί το οξυγόνο του· την ελευθερία.
Οι νέοι βρίσκονταν σε αναβρασμό· ακούγονταν και λέγονταν πολλά. Είχαν προηγηθεί και τα επεισόδια τον Φεβρουάριο, καθώς και τα επακόλουθα του νόμου 1374, που προέβλεπε την διακοπή αναβολών και την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών που ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση.
Ο Κωσταντής κι ο αγαπημένος του είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση, αλλά δεν είχαν ακόμη εντοπιστεί από το κράτος. Γνώριζαν όμως πως δεν θα αργούσε η σειρά τους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο Κωσταντής περίμενε με αγωνία τον αγαπημένο του.

Είχε σχεδόν βραδιάσει, όταν επιτέλους φάνηκε ο καλός του. Έδειχνε κουρασμένος και λίγο ταλαιπωρημένος, αλλά μόλις είδε τον Κωσταντή, έλαμψε το πρόσωπο του ολόκληρο από χαρά. Αγκαλιαστήκανε και γελάσανε δυνατά. Λίγο αργότερα, σε μια σκοτεινή γωνιά, ανταλλάξανε μερικά φιλιά και χάδια, για να παρηγορηθούν και να πάρουν κουράγιο. Περάσανε την νύχτα σχεδόν άυπνοι. Ο χώρος του Πολυτεχνείου είχε γεμίσει με νέους και νέες, αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, απ’ όλα τα επαγγέλματα. Ήταν εκεί, διεκδικώντας το για χρόνια στερημένο δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας.



Ξημέρωσε η δεκάτη έκτη Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή. Η Αθήνα ολόκληρη καζάνι που έβραζε. Ο χώρος στη Σχολή ήταν ασφυκτικά γεμάτος με κόσμο. Πανό με συνθήματα κρέμονταν από τους τοίχους και τα κάγκελα. «Ψωμί, παιδία, ελευθερία», «20% για την παιδεία», «Ελευθερία» γράφανε τα περισσότερα. Στους δρόμους γύρο από το Πολυτεχνείο, δεκάδες χιλιάδες κόσμου περνούσε και υποστήριζε τους αγωνιστές με όποιο τρόπο μπορούσαν. Άλλοι με φαγητά, νερά, χρήματα, άλλοι φωνάζοντας δυνατά, άλλοι απλώς με το να βρίσκονται εκεί. Προς το μεσημέρι η κατάσταση είχε φύγει εκτός ελέγχου, κι είναι τότε που η δικτατορία ξύπνησε από τον λήθαργο και αποφάσισε την έκτακτη λήψη μέτρων.

Με εντολή επεμβαίνει πια ο στρατός. Τρία άρματα καταλαμβάνουν θέση απέναντι από την είσοδο της Σχολής, αφού πρώτα οι δυνάμεις της εξουσίας διαλύουν βίαια το πλήθος και συλλαμβάνουν αρκετούς πολίτες οι οποίοι θα υποφέρουν αργότερα στα κολαστήρια της ασφάλειας. Η Χούντα απευθύνει τελεσίγραφο στους καταληψίες φοιτητές για άμεση παράδοση, και απορρίπτει κάθε πρόταση για διαπραγματεύσεις. Οι νέοι μένουν ασάλευτοι, ταμπουρωμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο, να συνεχίζουν να φωνάζουν δυναμικά πως θέλουν ελευθερία.

Ο Κωσταντής δεν αποτελεί εξαίρεση. Μαζί με φίλους, συναγωνιστές κι αγαπημένους, φωνάζουν· φωνάζουν όλη μέρα, ώσπου τους βρίσκει το βράδυ. Ο δρόμος πλέον είναι έρημος από κόσμο. Υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας στην περιοχή και μόνο στρατός κι αστυνομία υπάρχει έξω.
Μέσα οι φοιτητές περιμένουν καρτερικά. Το νεαρών της ηλικίας δεν τους βάζει σε σκέψεις γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Ο σταθμός εκπέμπει κανονικά, απευθυνόμενος όμως και στους στρατιώτες που βρίσκονται απ’ έξω.

«Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι. Στρατιώτες, είστε αδέλφια μας», φωνάζουν από τον σταθμό, μα η έκκληση θα πέσει σε βουλωμένα αυτιά. Τα περισσότερα παιδιά είναι κουρασμένα και είναι καθισμένα κάτω, μέσα κι έξω από το κτήριο, συζητώντας και ελπίζοντας για το αύριο. Αρκετοί όμως παραμένουν στα κάγκελα και φωνάζουν με όση δύναμη ψυχής του έχει απομείνει. Είναι αποκλεισμένοι και το γνωρίζουν.

Ο Κωσταντής είναι ξαπλωμένος κοντά στα σκαλιά με την πλάτη του να ακουμπάει στον τοίχο. Έχει τον αγαπημένο του ξαπλωμένο στην αγκαλιά του, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την μέση του. Μιλάνε και με τα άλλα παιδιά που βρίσκονται κοντά. Μια κοπέλα ξεσπάει σε κλάματα. Δεν την αποπαίρνουν· αντιθέτως όλοι την παρηγορούν και της δίνουν κουράγιο. Θέλει κουράγιο αυτή η νύχτα.

Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Υπερβολική ησυχία από την έξω μεριά του προαυλίου. Ξέρουν πως είναι η σιωπή πριν την καταιγίδα. Την περιμένουν να έρθει καρτερικά και δεν μετανιώνουν. Ακούνε στο τρανζιστοράκι τον σταθμό και παίρνουν κουράγιο. Έχουν φωνή, σκέφτονται.

Λίγο πριν της τρεις υπάρχει κίνηση έξω από της πύλες. Φώτα προσελκύουν την προσοχή τους. Κάτι θα συμβεί, και θα συμβεί γρήγορα. Ο Κωσταντής μαζί με τον αγαπημένο του τραβάνε κατά την είσοδο, μαζί με πλήθος που με περιέργεια προσπαθεί να μάθει τι γίνεται. Καταφέρνουν με κόπο να σκαρφαλώσουν στα κάγκελα. Έξω υπάρχει αστυνομία και στρατός και δείχνουν ανυπόμονοι. Εκτοξεύουν βρισιές, απειλές και κατάρες στα παιδιά που ανταπαντούν με συνθήματα και κοροϊδίες. Μια τελευταία προειδοποίηση που πέφτει στο κενό. Η εντολή δόθηκε.



Το τανκ με ταχύτητα κατευθύνεται προς την μεγάλη σιδερένια πύλη. Μερικοί πηδάνε από τα κάγκελα και οπισθοχωρούν· άλλοι μένουν μην πιστεύοντας πως δεν θα τολμήσουν να κινηθούν τόσο δειλά. Σε δευτερόλεπτα ακούγεται ο ήχος από μέταλλο που προσκρούει σε μέταλλο. Φωνές, ήχοι μηχανής που λιώνει κορμιά ανθρώπων· κυρίως λειώνει όνειρα και συνειδήσεις καθώς σφάζει την αθωότητα.

Τα πάντα εξελίσσονται πολύ γρήγορα. Από την σπασμένη πύλη ορμάνε ορδές αγριεμένων ανδρών, τυφλωμένων από προπαγάνδα και μίσος. Με κλομπ, γροθιές, κλωτσιές και πιστόλια σπέρνουν τον όλεθρο. Αλαφιασμένοι οι νεολαίοι τρέχουν να σωθούν. Τρέχουν κόντρα στο ρεύμα, προσπαθούν να βγουν από την πύλη, μα εκεί καραδοκεί η τάξη και με αίμα τους σέρνουν στις κλούβες.
Στο προαύλιο επικρατεί πανδαιμόνιο. Τρέχουν μέσα στα κτήρια, τρέχουν προς τον αντίθετο τοίχο, αρχίζουν να πηδούν όσοι κι όπως μπορούνε. Μα κι εκεί τους περιμένουν οργανωμένοι και με μεθοδευμένη αγριότητα βάφουν τον δρόμο με αίμα και γεμίζουν κλούβες.

Ο Κωσταντής τρέχει, βλέπει τον αγαπημένο του να τρέχει πίσω του. Με ορμή πηδάει τον τοίχο. Αμέσως νιώθει χτυπήματα σε όλο του σώμα. Τον βρίζουν, τον χτυπούν. Παρακαλάει ο αγαπημένος του να μην πηδήξει τον τοίχο, να γλιτώσει από το μαρτύριο, την σύλληψη. Καταφέρνει να ξεφύγει από την άρπαγα ενός και αρχίζει να τρέχει. Ακούει φωνές. Από παντού ακούγονται φωνές, ήχος από κροτίδες που σκάνε, σφαίρες από όπλα! Τον κυνηγούνε· το ξέρει, το νιώθει! Όπως τρέχει ο κρύος αέρας που τον φυσάει στο πρόσωπο τον αφυπνίζει. Κάθε κύτταρο του σώματος του είναι σε υπερδιέγερση, μιας και ξέρει καλά πως τώρα τρέχει, αγωνίζεται για την ζωή του.

Μπαίνει σε ένα στενό, τα βήματα που τον ακολουθούν ακούγονται αδύναμα και λίγα. Θα τα καταφέρει, αρχίζει να το πιστεύει. Τρέχει και τρέχει και νιώθει χαρούμενος που ο αέρας του χαϊδεύει τα μαλλιά. Τρέχει, ώσπου νιώθει ένα ζεστό αίσθημα στο δεξί του χέρι. Δεν είναι πόνος· είναι ένα έντονο κάψιμο στο μπράτσο του. Εξακολουθεί να τρέχει.
Σε μερικά σημεία υπάρχουν αστυνόμοι που φωτίζουν με φακούς και του φωνάζουν να σταματήσει αμέσως. Τους αγνοεί και τρέχει. Τα πνευμόνια του πονάνε, όλο το στήθος τον τσιμπάει σε κάθε αναπνοή. Νιώθει σιγά-σιγά τα πόδια του να σταματάνε και να κόβει ταχύτητα. Νιώθει σα να ζαλίζεται λίγο, για είναι εντύπωση του; Τώρα πια δεν τρέχει· περπατάει με γρήγορο βηματισμό, τρεκλίζει και λίγο. Πιάνει το δεξί του μπράτσο με το αριστερό του χέρι και το νιώθει μουσκεμένο. Κοιτάζει την ανοιγμένη παλάμη μου είναι κατακόκκινη από αίμα. «Σφαίρα» σκέφτεται, «έφαγα σφαίρα!».

Δεν τρέχει πια, τώρα απλά περπατάει αργά· προκλητικά νωχελικά. Βορά κάθε οργάνου που θα τον εντοπίσει και θα μπορέσει να τον συλλάβει αμέσως. Το στέρνο του ανεβοκατεβαίνει με γρήγορες κινήσεις και η αναπνοή του σφυρίζει· νιώθει την καρδιά του στο στήθος να χτυπάει δυνατά και γρήγορα.

Κοιτάζει τριγύρω του προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται. Είναι σε κάποιο σκοτεινό στενό· δεν ξέρει που. Ακούγεται βόμβος και φασαρία, αλλά είναι σαν να είναι κάπου πολύ μακριά. Νιώθει παράξενα, μουδιασμένα. Ξέρει πως ο χάρος του χτύπησε φιλικά την πλάτη και προσπέρασε. Έχει παραλύσει. Νιώθει μεγάλη κούραση και το τραύμα στο μπράτσο αρχίζει να τον πονάει· σε κάθε εκπνοή όλο και περισσότερο. Κάνει μερικά βήματα και αφήνεται να πέσει στο κεφαλόσκαλο ενός σπιτιού και ακουμπάει στην πόρτα. Χτυπά την πόρτα με όση δύναμη του έχει απομείνει και φωνάζει βοήθεια· η φωνή βγαίνει ψιθυριστή, και το χτύπημα είναι αδύναμο. Είναι κουρασμένος. Νιώθει τα μάτια του κα κλείνουν· θέλει να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει την άλλη μέρη διαπιστώνοντας πως όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Χωρίς να το καταλάβει, βυθίζεται στο σκοτάδι.

Όταν ανοίγει τα μάτια του είναι μέρα. Νιώθει περίεργα και συγκεχυμένα. Που βρισκόταν αλήθεια. Τι είναι αυτό το παράθυρο απέναντι του απ’ όπου μπαίνει το φως; Είναι τόσο δυνατό. Πεταρίζει τα βλέφαρα του προσπαθώντας να εστιάσει κάπου και πάει να σηκώσει το χέρι του για να προστατεύσει τα μάτια του από το φως. Τον σταματάει μια έντονη σουβλιά στο μπράτσο· τόσο έντονη που τον αναγκάζει να βογκήξει δυνατά από πόνο.
Ξαφνικά του έρχονται όλα στο μυαλό. Σαν ταινία θυμάται τα γεγονότα τον τελευταίων ημερών. Θυμάται την Σχολή, τα παιδιά, εκείνον (!), τον εαυτό του να τρέχει. Να φτάνει κάπου· δεν θυμάται πού. Και μετά;

Ακούει βήματα. Ενστικτωδώς, στρέφει το κεφάλι προς την κατεύθυνση απ’ όπου ακούγονται, περιμένοντας το χειρότερο. Αμέσως διαπιστώνει πως βρίσκεται σε ένα δωμάτιο· δωμάτιο σπιτιού μάλλον, και πως στην πόρτα που ήταν ανοιχτή, τον κοιτάζει με συμπάθεια μια σχετικά μεγάλη σε ηλικία κυρία ντυμένη στα μαύρα.

«Μη φοβάσαι», του λέει με ήρεμη φωνή, «είσαι σε καλά χέρια. Σε ακούσαμε προχθές το βράδυ που χτυπούσες. Σου άνοιξε ο άνδρας μου και σ’ έβαλε μέσα. Ήσουν λιπόθυμος. Σου περιποιηθήκαμε το τραύμα και σε φέραμε εδώ να ξεκουραστείς. Μέχρι τώρα δε σε γύρεψε κανείς· μάλλον την έχεις γλιτώσει προς το παρόν».

Ο Κωσταντής προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί μα αμέσως ένοιωσε πόνο σε όλο του το κορμί και αφέθηκε να πέσει πάλι πίσω. Η γυναίκα με γρήγορα βήματα τον πλησίασε και τον ακούμπησε στο στήθος, πιέζοντας τον ελαφρά να μείνει ξαπλωμένος.
«Μην κουράζεις τον εαυτό σου. Είσαι αδύναμος. Έχεις μώλωπες σχεδόν σ’ όλο σου το σώμα –πρέπει να σε χτυπήσανε πολύ άσχημα– κι έχασες πολύ αίμα μέχρι να σου βγάλω την σφαίρα από το μπράτσο. Είσαι τυχερός που δεν σου έκοψε την αρτηρία.» Για λίγο αφέθηκε στο απαλό χάδι της γυναίκας που τον κοίταζε με καλοσύνη. Τελικά, άνοιξε το στόμα του και ρωτείσαι που βρίσκεται, και τι συμβαίνει.

«Όπως σου είπα. Σε βρήκαμε στην πόρτα μας», του είπε η γυναίκα, «σε βάλαμε μέσα και σε περιποιηθήκαμε. Στον πόλεμο ήμουν νοσοκόμα και έτσι ξέρω από τραύματα και σφαίρες. Ο άνδρας μου δεν συμπαθεί την κυβέρνηση –έχει πολεμήσει στο βουνό παλιά. Καταλάβαμε αμέσως πως είσαι ένα από τα πολλά παλικάρια που ήσασταν στη Σχολή. Σε φέραμε εδώ πάνω και σ’ αφήσαμε να ξεκουραστείς και να αναρρώσεις. Μπορείς να ηρεμήσεις. Βρίσκεσαι σε ασφαλή χέρια.»

«Είπατε ότι έφτασα προχθές, τι εννοείτε μ’ αυτό; Πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα;» ρώτησε με αγωνιά, σκεφτόμενος την τύχη του αγαπημένου του, μα και των υπολοίπων συναγωνιστών στο Πολυτεχνείο.

«Ήσουν κουρασμένος και εξαντλημένος. Σου έδωσα να πιείς βαλεριάνα για να κοιμηθείς όσο γίνεται περισσότερο και να αναρρώσεις καλύτερα –δεν έχω παράπονο, ξεκουράστηκες αρκετά καλά.»

Ο Κωσταντής ρώτησε κι άλλα και ενημερώθηκε για όλα. Για το πώς έλιξε η επιχείρηση στο πολυτεχνείο, αν πέτυχε η επανάσταση. Η γυναίκα, –κυρία Μαρία ήταν τ’ όνομα της– τον ενημέρωσε για όλα: για τις συλλήψεις, τους σκοτωμούς.

Τριάντα τέσσερις νεκροί και οχτακόσιες σαράντα συλλήψεις, ήταν η επίσημη ανακοίνωση της κυβέρνησης· αν και ο κόσμος μιλούσε για περισσότερους νεκρούς και συλληφθέντες, καθώς και για πολλούς τραυματίες. «Πράγμα σωστό, αν σκεφτούμε πως άτομα σαν κι εσένα δεν δηλώθηκαν σαν τραυματίες, και λογικά, δεν θα είσαι ο μόνος», συμπλήρωσε η κυρά Μαρία.

Ο Κωσταντής, αφού μίλησε αρκετή ώρα με την κυρά Μαρία, και γνώρισε και τον σύζυγο της· έναν άνδρα που παρά την ηλικία του εξέπεμπε εκείνη την παλιά παλικαριά των αγωνιστών του πολέμου, αφέθηκε στης περιποιήσεις και έμεινε μαζί τους για άλλες δυο μέρες. Όταν ένοιωσε αρκετά δυνατός, φόρεσε ένα καθαρό πουκάμισο του άνδρα της κυρά Μαρίας· το παλιό ήταν τρύπιο και λερωμένο με αίματα, και θα προκαλούσε υποψίες, και ξεκίνησε για το σπίτι του. Ευελπιστούσε να είναι η οικογένεια του καλά, και κυριότερο, να είναι ο αγαπημένος του καλά. Άραγε τα κατάφερε; Του ξέφυγε; Η πήδηξε κι αυτός τον τοίχο και βρέθηκε στα χέρια της αστυνομίας που με τόση λύσσα τον είχε χτυπήσει; Κι αν όχι, αν ήταν σε κάποιο κελί και τον βασάνιζαν; Η σκέψεις αυτές του φαρμάκωναν την ψυχή.

Μετά από ώρα έφτασε στο σπίτι και με φόβο ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι τον όροφο που έμενε η οικογένεια του. Έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα, σκεφτόμενος πως τελευταία φορά που είχε περάσει αυτήν την πόρτα ήταν πριν από έξι μέρες. Οι γονείς του θα έπρεπε να είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί και του άνοιξε με φόρα η μητέρα του, που μόλις τον είδε τον άρπαξε στην αγκαλιά της κλαίγοντας.

Δεν είχαν χρόνο ούτε ανάσα να πάρει. Τον είχαν δει, των είχαν προδώσει· τρεις φορές είχε περάσει η αστυνομία γυρεύοντας τον. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο πριν τον πάρουν μάτι. Ο πατέρας του έλειπε στην Δημαρχεία και είχε ήδη προβλήματα στην δουλειά του εξαιτίας του γιου του. Θα έκανε καιρό να τον ξαναδεί.
Η μητέρα του, του έβαζε σε μια πάνινη τσάντα μερικά ρούχα κι εσώρουχα. Την γέμισε όσο μπόρεσε και με φαγητά· του έδωσε και όσα χρήματα είχε επάνω της.
Τον φίλησε και τον αγκάλιασε μη μπορώντας να σταματήσει να κλαίει. Τον ρωτούσε γιατί, πως έμπλεξε έτσι. Υπό άλλες συνθήκες, θα τον μάλωνε, θα έστηνε κανονικό καυγά· γνώριζε όμως πως αν ήθελε το καλό του παιδιού της, θα έπρεπε να φύγει –και γρήγορα μάλιστα.

«Θα σου γράψω... αν όλα πάνε καλά... Σ’ αγαπώ, πες και στο μπαμπά πως τον αγαπώ πολύ.» της είπε, και διστακτικά πέρασε το κατώφλι της πόρτας. Στάθηκε ακίνητος για ένα λεπτό κοιτάζοντας την μητέρα του στα μάτια. Μετά, θυμήθηκε τον αγαπημένο του. Έπρεπε να πάει να τον βρει, να δει αν ήταν καλά· να φύγουν μαζί αν γίνεται, να γλιτώσουν. Αυτή η σκέψη του έβαλε φτερά στα πόδια. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, κοντοστάθηκε στην πόρτα να δει αν υπήρχε κάποια ύποπτη κίνηση στον δρόμο· όλα έδειχναν ήρεμα και ξεχύθηκε έξω.

Μάταια πέρασε από την γειτονιά όπου έμενε ο αγαπημένος του. Κάνα δυο που ρώτησε είπαν πως δεν ξέρουν και πως είχε μέρες να φανεί. Ο νους του Κωσταντή πήγαινε στο χειρότερο. Γρήγορα κατάλαβε όμως πως κινδύνευε πραγματικά, και πως έπρεπε να φύγει.

Δυο μήνες αργότερα η μητέρα του έλαβε γράμμα από την Γαλλία, ήταν από τον γιο της που με χίλια δυο βάσανα κατάφερε και βρήκε άσυλο εκεί, μαζί με άλλους έλληνες.

Μετά την οριστική πτώση της δικτατορίας, στις είκοσι τέσσερις Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα, ο Κωσταντής κατάφερε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ήταν περίεργα χρόνια, μα αυτός είχε αλλάξει για πάντα. Έμαθε εντωμεταξύ πως ο αγαπημένος του σύρθηκε αιμόφυρτος στα κρατητήρια, όπου λίγες μέρες αργότερα «αυτοκτόνησε»· όπως δηλώθηκε.



Περάσανε τα χρόνια και ο Κωσταντής μεγάλωσε, κι εξελίχθηκε μαζί με την Ελλάδα, για να φτάσει στο σήμερα.
Σε κάθε επέτειο του πολυτεχνείου, πάει και καταθέτει ένα κόκκινο λουλούδι, για όλους τους νέους που πάλεψαν κι αντιστάθηκαν, διακινδυνεύοντας την ζωή τους. Συνάμα, αφήνει κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, μια πιο προσωπική κατάθεση, για ένα παλικάρι, γιο παπουτσή, που δεν πρόλαβε να γευθεί την ελεύθερη Ελλάδα.

Και γεμίζει με θλίψη, κι οργή, όταν βλέπει μερικούς, να καπηλεύονται την επέτειο. Να χρησιμοποιούν τα γεγονότα αυτά, για να δικαιολογήσουν φασιστικές αντιλήψεις, περί πατρίδος, και πατριωτισμού, και καλών Ελλήνων χριστιανών.

Μα το κυριότερο, φοβάται. Φοβάται πως σιγά-σιγά ο κόσμος ξεχνάει, και πως μια καινούργια δικτατορία καραδοκεί, και πάντα περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να ξαναεμφανιστεί.

Γι’ αυτό φωνάζει συνεχώς: αγρυπνείτε!


Τ Ε Λ Ο Σ



Αφιερωμένο, σε όσους πάλεψαν κι έχυσαν το αίμα τους πιστεύοντας σε έναν καλύτερο κόσμο!

© Ναυτίλος του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

11/15/2007

10. (Γκέι) Διήγημα: Ο Πάυλος και η Ελληνική Γκέι Σκηνή


(Γκέι) Διήγημα:
Ο Πάυλος και η Ελληνική Γκέι Σκηνή


Για το παρακάτω έργο, έγραψαν:


«Ένα καυτό, γκέι διήγημα με τραγικές φιγούρες και συμπτώσεις που θα σας κόψουν την ανάσα και θα σας καθηλώσουν· από τον μετρ του είδους, τον Ναυτίλο-του-Διαδικτύου, που ποτέ δεν μας απογοήτευσε.»

- The Gayville Times Gazette




Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΚΕΙ ΣΚΗΝΗ



Ο Παυλάκης ήταν ένα καλό και γλυκό αγόρι –όπως όλα τα μικρά αγόρια– αλλά μεγαλώνοντας χάλασε· έγινε ένας από αυτούς τους... κουνιστούς, τους τοιούτους, (τους πούστηδες ντε!) και πολύ στεναχωρήθηκαν οι γονείς του όταν το ’μαθαν, αλλά συν το χρόνο το δέχτηκαν. Κάπου στο μεταίχμιο εφηβείας και αντροσύνης, ο Παύλος έψαχνε όπως όλοι οι ρομαντικοί και ονειροπόλοι νέοι τον έρωτα —γρήγορα όμως έμαθε το σκληρό πρόσωπο της Ελληνικής Γκέι σκηνής. Ο καημένος ο Παύλος είχε κάποια κιλάκια παραπάνω...

[...]


Για την συνέχεια: κάντε κλικ με το ποντίκι σας στο εικονίδιο για να ανοίξετε το αρχείο σε μορφή ".pdf" (Acrobat Reader). Το διήγημα ήταν υπερβολικά μεγάλο για δημοσίευση στο blog.




(Γκέι) Διήγημα: «Ο Πάυλος και η Ελληνική Γκέι Σκηνή»

Αρ. Σελίδων: 6 - Μέγεθος αρχείου: 161,7 ΚΒ


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Πασχίδης)

11/14/2007

9. Η αγάπη προς το σώμα κατά τον Osho

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο του OSHO με τίτλο: «Βουτιές στον Ωκεανό της Ζωής». Το κείμενο δεν έχει σκοπό να προσηλυτίσει τον αναγνώστη σε κάποια θρησκευτική ή παραθρησκευτική αίρεση· αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε. Πιστεύω πως αν μη τι άλλο θα σας φανεί ενδιαφέρον και ίσως να σας βάλει σε σκέψεις.



«Η συνειδητότητα δεν μπορεί να είναι εναντίον του σώματος. Η συνειδητότητά σου εδρεύει μέσα στο σώμα. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να ιδωθούν ως διαχωρισμένα μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, το ένα υποστηρίζει το άλλο. Όταν μιλάω, το χέρι μου κάνει μια κίνηση. Υπάρχει μια βαθιά συγχρονικότητα ανάμεσα σ’ εμένα και στο χέρι μου.

Περπατάς, τρως, πίνεις κι όλα αυτά δείχνουν ότι είσαι σώμα και συνειδητότητα μαζί –ένα οργανικό σύνολο. Δεν μπορείς να βασανίζεις το σώμα και να ανυψώνεις τη συνειδητότητα σου. Το σώμα πρέπει να αγαπιέται. Πρέπει να είστε φίλοι. Είναι το σπίτι σου, πρέπει να το καθαρίζεις από όλα τα σκουπίδια και πρέπει να θυμάσαι ότι βρίσκεται συνεχώς στην υπηρεσία σου, μέρα-νύχτα. Ακόμα κι όταν κοιμάσαι, το σώμα δουλεύει συνεχώς για σένα, μετατρέποντας την τροφή σου σε αίμα, απομακρύνοντας νεκρά κύτταρα από το σώμα, φέρνοντας μέσα στο σώμα καινούργιο οξυγόνο, φρέσκο οξυγόνο. Κι εσύ κοιμάσαι!

Εκείνο κάνει το κάθε τι για την επιβίωσή σου, για τη ζωή σου, αν και εσύ είσαι τόσο αγνώμων, που δεν το έχεις ευχαριστήσει ποτέ. Αντίθετα, οι θρησκείες σε διδάσκουν να το βασανίζεις: «Το σώμα είναι ο εχθρός σου και πρέπει να ελευθερωθείς απ’ αυτό και τις προσκολλήσεις του.»

Γνωρίζω επίσης ότι είσαι κάτι περισσότερο από το σώμα κι ότι δεν υπάρχει λόγος να έχεις καμία προσκόλληση σε αυτό. Η αγάπη όμως δεν είναι προσκόλληση, η συμπόνια δεν είναι προσκόλληση. Η αγάπη και η συμπόνια είναι απολύτως αναγκαίες για το σώμα σου και για τη θρέψει του. Και όσο καλύτερο σώμα έχεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να αναπτυχθεί η συνειδητότητά σου. Είναι μία οργανική ενότητα.

Ένα εντελώς καινούργιο είδος παιδείας χρειάζεται στον κόσμο, όπου ο καθένας θα εισάγεται στις σιωπές της καρδιάς –μ’ άλλα λόγια στο διαλογισμό–, όπου ο καθένας θα προετοιμάζεται να είναι συμπονετικός με το σώμα του. Επειδή, αν δεν είσαι συμπονετικός με το ίδιο σου το σώμα, δεν μπορείς να είσαι συμπονετικός με κανένα άλλο σώμα. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός και δεν σου έχει κάνει κανένα κακό. Βρίσκεται συνεχώς στην υπηρεσία σου –από τότε που γεννήθηκες– και θα βρίσκεται στην υπηρεσίας σου μέχρι τον θάνατό σου. Θα κάνει όλα όσα θέλεις να κάνεις –ακόμα και το ανέφικτο– και ποτέ δεν θα σου είναι ανυπάκουο.

Είναι ασύλληπτη η δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού, ο οποίος είναι τόσο υπάκουος και τόσο σοφός. Αν συνειδητοποιήσεις όλες τις λειτουργίες του σώματός σου, θα εκπλαγείς. Ποτέ δεν έχεις σκεφτεί τι κάνει το σώμα σου. Είναι τόσο θαυμαστό, τόσο μυστηριακό! Ποτέ όμως δεν έχεις κοιτάξει μέσα του. Ποτέ δεν ασχολήθηκες με το να εξοικειωθείς με το ίδιο σου το σώμα. Κι ύστερα υποκρίνεσαι πως αγαπάς άλλους ανθρώπους; Δεν μπορείς, επειδή εκείνοι οι άλλοι άνθρωποι σου παρουσιάζονται επίσης ως σώματα.

Το σώμα είναι το μεγαλύτερο μυστήριο σ’ ολόκληρη την ύπαρξη. Αυτό το μυστήριο πρέπει να αγαπηθεί –τα μυστήριά του, οι λειτουργίες του– να εξοικειωθείς απόλυτα μαζί του.

Αν μάθεις τη σοφία του σώματος και το μυστήριο του σώματος, θα έχεις βρει το μυστηριακό μέσα σου. Και μέσα στο μυστήριο του σώματος βρίσκεται η ίδια η λάμψη της συνειδητότητάς σου.

Μόνο από τη στιγμή που έχεις επίγνωση της συνειδητότητάς σου, του είναι σου, μπορείς να έχεις σεβασμό προς τα άλλα ανθρώπινα όντα, προς τα άλλα ζωντανά όντα, επειδή όλα είναι τόσο μυστηριακά, όσο είσαι κι εσύ. Είναι απλώς διαφορετικές εκφράσεις, διαφορετικές εκδηλώσεις, οι οποίες κάνουν τη ζωή πλουσιότερη. Και από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει βρει τη συνειδητότητα μέσα του, έχει βρει το κλειδί για το υπέρτατο.

Κάθε εκπαίδευση που δεν σε διδάσκει να αγαπάς το σώμα σου, που δεν σε διδάσκει να είσαι συμπονετικός με το σώμα σου, που δεν σε διδάσκει πώς να μπαίνεις μέσα στα μυστήρια του, δεν θα είναι σε θέση να σε διδάσκει πώς να μπεις μέσα στην ίδια σου τη συνειδητότητα.

Το σώμα είναι η πόρτα.
Το σώμα είναι το εφαλτήριο.»


Περί βιβλίου:
Τίτλος: Βουτιές στον Ωκεανό της Ζωής
Συγγραφέας: Osho
Εκδόσεις: Ρέμπελ
Σελίδες: 234
ISBN:960-7259-99-8

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
http://en.wikipedia.org/wiki/Osho
http://www.osho.com/

11/10/2007

8. «Gay ή Πούστης;» Το ταξίδι προς την αυτογνωσία, ποτέ δε σταματά



Εισαγωγή

Όταν ήμουν μικρός, γύρω στα επτά μου χρόνια (δεν παίρνω κι όρκο), ρώτησα τον πατέρα μου τι σημαίνει η λέξη «πούστης»· μια λέξη που την χρησιμοποιούσαν τα μεγαλύτερα αγόρια όταν βριζόντουσαν αναμεταξύ τους.
Με ενημέρωσε, με αφοπλιστική απλότητα, ότι «πούστης», είναι ο άνδρας που αντί να κάνει σεξ με γυναίκα, το κάνει με άνδρα (μην τρομάζετε, είχε προηγηθεί από πολύ νωρίς μια ενδελεχής σεξουαλική εκπαίδευση από τους γονείς μου κι έτσι δεν τραυματίσθηκε η εύθραυστη παιδική ψυχούλα μου).
«Και είναι κακό αυτό;» ρώτησα το δύσμοιρο αγοράκι.
«Και βέβαια είναί», απάντησε κεραυνοβόλα ο καλός πατέρας, «είναι ανωμαλία· δεν είναι φυσικό πράγμα αυτό. Ο άνδρας πρέπει να πηγαίνει με γυναίκες».
Σ’ αυτή την ηλικία, ό,τι πει ο πατέρας, είναι νόμος, είναι σωστό, είναι δίκαιο –τελεία και παύλα!

*  *  *

Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, γιατί εγώ δεν είχα κάνει έρωτα ακόμη με άνδρες· εγώ έκανα απλώς «παιχνίδια» με έναν παιδικό μου φίλο. Ξέρετε: τρίψιμο πάνω απ’ το σλιπάκι· κάτω απ’ το σλιπάκι, χαμουρεματάκια και τα λοιπά, κοινώς, την καταβρίσκαμε!
Σαν όλα τα παιδάκια που ρουφάνε την γνώση σαν σφουγγάρι, άρχισα να χρησιμοποιώ την λέξη με περισσή ευκολία, όταν ήθελα να προσβάλω, να βρίσω κάποιο άλλο αγόρι –έτσι, για να μάθει η παλιοπουστάρα να τα βάζει μαζί μου!

Μεγαλώνοντας έρχεται η συνειδητοποίηση. Για άλλους έρχεται πολύ αργά, για άλλους, σαν εμένα καλή ώρα, πολύ νωρίς. Δεν θα εντρυφήσω πολύ στα προσωπικά μου ερωτικά βιώματα, απλώς θα αναφέρω ότι είχα κάνει ολοκληρωμένο ερωτά με αγόρια πριν πάρω το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου (πιστέψετε, δεν το πιστέψετε –χέστηκα!)

Είχα πλέον συνειδητοποιήσει πως ήμουν ένας «πούστης», απ’ αυτούς που έχουν πούτσα, και πάνε με άτομα που έχουν επίσης πούτσα· κι αυτό είναι κακό, είναι αμαρτία, είναι ντροπή!

*  *  *

Κάπου στα δεκατέσσερα μου χρόνια, στο μέσον της εφηβείας, και υπό το βάρος της ενοχής, κατέρρευσα. Κάποιες φήμες στο γυμνάσιο είχαν αρχίσει να κυκλοφορούνε σχετικά με το άτομο μου. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα απομονωμένος, αποκομμένος απ’ όλα τα παιδιά του σχολείου. Ποίο υγιές παιδί, δεν νιώθει φρίκη και απόγνωση όταν εκδιώχνετε από την αγέλη; Ήμουν πλέον ένας εξόριστος, και περιέργως, δεν το πάλεψα· τουναντίον, άρχισα να το αποδέχομαι ως κάτι φυσιολογικό.
«Αυτή είναι η μοίρα του πούστη», έλεγα μέσα μου, «κι αυτό μου αξίζει. Είμαι μια ανωμαλία, ένα λάθος, μια αποτυχημένη ύπαρξη· δεν θα τελεσφορήσει ποτέ ο σκοπός μου πάνω στη γη· δεν θα παντρευτώ, δεν θα κάνω παιδιά, δεν θα χαρίσω εγγόνια στους πολυαγαπημένους μου γονείς. Είμαι μια ντροπή γι’ αυτούς. Δεν μου αξίζουν τόσο καλοί γονείς. Είμαι ένα τέρας».

Μεγαλώνοντας, το μόνο που κατάφερα ήταν να στρέψω όλη μου την ενοχή, όλο το μίσος για αυτό που μου συμβαίνει εναντίον μου –γιατί κατάρα είναι αυτό που μου συμβαίνει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ήμουν μια ανωμαλία της φύσης, δεν ανήκα σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι πίστευα.

Έβλεπα τους συνομήλικούς μου, να ερωτεύονται, να κρατιούνται χεράκι-χεράκι, να πηγαίνουν κινηματογράφο, να φιλιούνται και να ανταλλάζουν όρκους αγάπης. Ποιος δεν έχει δει τα χιλιάδες μηνύματα σκαλισμένα σε δέντρα, παγκάκια, τείχους και λοιπά, που λένε τα γνωστά: «Μπίλιο και Τάσος = love», σκαλισμένα από ερωτοβολιμένους νεανίες;

Εγώ καθόμουν απλά στην άκρη και παρατηρούσα. Παρατηρούσα τον κόσμο να εξελίσσεται, να κάνει γνωριμίες, να κάνει φιλίες, να κάνει έρωτα. Αγόρια. Όμορφα αγόρια. Πανέμορφα αγόρια. Λατρεμένα αγόρια. Εραστές! Που κάτι έβρισκαν στα κορίτσια και έτρεχαν από πίσω τους. Δεν μπορούσα να καταλάβω –δεν μπορούσα!
«Τι στον πούτσο τις βρίσκουνε και τις κυνηγάνε έτσι;» ρωτούσα τον εαυτό μου με απορία.
Κι όμως, το σύνολο των αγοριών, έτσι έκανε. Έτσι υποτίθεται θα έπρεπε να κάνω κι εγώ. Υπήρξε ένα διάστημα που το καταπίεσα –το καταπίεσα πολύ. Έλεγα στον εαυτό μου πως είναι μια παροδική ανωμαλία.
«Είναι φυσικό στην εφηβεία τα παιδιά να νιώσουν ίσως μια έλξη για το ίδιο φύλο», έλεγαν διάφοροι σεξολόγοι και εκπομπές στην τηλεόραση, «αλλά συνήθως είναι κάτι παροδικό το οποίο θα περάσει», συμπλήρωναν.
Ήλπιζα κι εγώ λοιπόν πως θα περάσει, πως είναι μια παροδική κατάσταση. Πολλές φορές έπεφτα για ύπνο ελπίζοντας πως θα ξυπνήσω την άλλη μέρα, κι ως δια μαγείας θα μου αρέσουν τα κορίτσια –τέλος στην αγορολαγνεία!
Εις μάτην όμως. Κάθε μέρα ξυπνούσα εν μέσω φαντασιώσεων με πρωταγωνιστές όμορφους συμμαθητές, αγόρια από νεανικές σειρές και ταινίες στην τηλεόραση. Εφηβεία γαρ, κι οι ορμόνες είχαν βαρέσει «τιλτ», που λένε.

Το συγγενικό περιβάλλον κάτι υποψιαζότανε. Ερωτήσεις του στυλ: «Πως και δεν βρήκες καμιά κοπέλα ακόμη βρε παιδάκι μου;» σφυροκοπούσαν συνεχώς. Ένιωθα ενοχή. Ντρόπιαζα τους ανθρώπους που αγαπούσα, την οικογένεια μου. Με αγαπούσαν, αλλά αγαπούσαν ένα είδωλο· όχι τον αληθινό τους γιο, αυτόν που γουστάρει αγόρια –τον πούστη γιο.

*  *  *

Επαρχία: Πολύ σκληρό μέρος για να μεγαλώσει ένας ομοφυλόφιλος· πάντα ήταν. Ο χειρότερος εχθρός με βρήκε και θρονιάστηκε μέσα μου χωρίς να το καταλάβω. Η μοναξιά, ο φόβος της μοναξιάς, που είναι αποπνιχτικός και σε δηλητηριάζει σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Πνίγεσαι κι απελπίζεσαι. Πόσο πολύ θέλεις να αγαπήσεις και να αγαπηθείς;! Πόσο απελπισμένος νιώθεις; Δακρύζεις συχνά, κλαις στο κρεβάτι σου. Θέλεις απεγνωσμένα την αγάπη. Θέλω απεγνωσμένα την αγάπη!
Η αγάπη των γονιών, των συγγενών, των φίλων δεν σε καλύπτει. Γιατί ξέρεις πως αγαπάνε τον ψεύτικο εαυτό σου, αυτόν που προβάλεις για να κρύψεις τον αληθινό εαυτό σου, που έχει κουρνιάσει σε μια γωνιά με τα χέρια σε αμυντική στάση, έτοιμος να δεχθεί κάποιο γερό ράπισμα ανά πάσα στιγμή.
Σε αγκαλιάζει η μητέρα σου κι εσύ την διώχνεις, γιατί νιώθεις ενοχή· όχι μόνο γιατί είσαι πούστης, αλλά γιατί της λες ψέματα κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Δεν το καταλαβαίνεις τότε, αλλά άθελα σου, καταστρέφεις τον ποιο ιερό δεσμό της ζωής σου· αυτόν με τον άνθρωπο που σε έφερε στην ζωή. Την πληγώνεις, και πληγώνεται. Γιατί ξέρει, υποψιάζεται, όχι εντελώς, αλλά όπως κάθε μάνα που αγαπάει το γέννημα της, ξέρει και νιώθει την θλίψη, ξέρει πως κάτι δεν πάει καλά, πως για σένα η ζωή δεν είναι χαρά, δεν είναι δημιουργία· είναι θλίψη και πόνος.

Αν είσαι υπερβολικά ευαίσθητος, ακολουθεί μία τουλάχιστον απόπειρα: να φύγεις, να ελευθερωθείς, να γυρίσεις πίσω στην δύνη των άστρων, να γίνεις μηδέν, να καταστρέψεις το «εγώ», να γίνεις πρωταρχική ύλη –ικετεύεις, με άφατο πόνο, για μια δεύτερη ευκαιρία!
Εγώ, ευτυχώς απέτυχα και σ’ αυτό· είμαι πολύ χαρούμενος που δεν τα κατάφερα –ζω!

*  *  *

Η ζωή είναι ζωή, δεν έχει κανόνες, δεν έχει επιταγές. Την ζωή απλώς την ζεις και σε πάει εκείνη όπου θέλει. Σε οδηγεί συνέχεια, και θα είσαι σοφός αν μάθεις να διαβάζεις σωστά τα σημάδια.

Γεννήθηκες! Υπάρχει λόγος που γεννήθηκες.

Η απλή εξήγηση, είναι ότι δυο άτομα του αντίθετου φύλου κάνανε έρωτα. Ο άνδρας εισέβαλε στην μήτρα, εκσπερμάτωσε σπόρο ζωής που ενώθηκε με σπόρο ζωής, και γεννήθηκε ζωή.
Η άλλη εξήγηση, είναι ότι η ψυχή σου, είχε βαρεθεί να κόβει βόλτες στο άπειρο. Αδημονούσε να γεννηθεί και να ζήσει άλλη μια φανταστική περιπέτεια. Έκοψε λοιπόν ένα χαρτάκι με αριθμό προτεραιότητας και περίμενε στην ουρά, μέχρι να έρθει η σειρά της και να πάει στο γκισέ να εξυπηρετηθεί. Εκεί, η αρμονία –παντογνώστρια–, κοίταξε τα κατάστιχα της, να δει που υπήρχε διαθέσιμη μήτρα για να γεννηθείς· βρήκε μία, και χωρίς δεύτερη κουβέντα σε έστειλε πακέτο.
Baby under construction: Processing... Please wait...

«Γεννήθηκες λοιπόν μωράκι μου, καλώς όρισες στον κόσμο. Είναι δύο εδώ πέρα που αδημονούν να σε γνωρίσουν», και σε αποθέτουν στην αγκαλιά της μάνας (τυχερές γυναίκες, ευλογημένες γυναίκες· οι άνδρες πάντα θα σας φθονούν για το χάρισμα να γενάτε ανθρώπους).

Το ταξίδι μόλις άρχισε. Θα ακολουθήσουν στιγμές δύσκολες, χαστούκια της ζωής, ραπίσματα της μοίρας. Η ψυχή σου θα σφυρηλατηθεί στο αμόνι της ζωής. Θα πάρει σχήμα, μορφή, υφή· γενικώς θα κατεργασθεί, μέχρι να ολοκληρωθεί και να επιστέψει στο άπειρο, σαφώς πιο αναβαθμισμένη. Εκεί θα ξεκουραστεί, μέχρι που θα βαρεθεί και θα πάει να πάρει σειρά πάλι, για τον επόμενο γύρο.

Συγχαρητήρια! Άπαξ και κατανοήσεις τις παραπάνω τέσσερις παραγράφους, σημαίνει πως μπορείς να ξεκολλήσεις. Παύεις να νιώθεις τύψεις κι ενοχές που δεν μοιάζεις στο σύνολο. Νιώθεις μοναδικός, πολύτιμος, κι γι’ αυτό, άξιος να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Έχεις αποδεχθεί τον εαυτό σου. Είσαι άνδρας που γουστάρει άνδρες –και σ’ όποιον αρέσεις!

Εγώ, ήρθε μια στιγμή στη ζωή μου τα παραπάνω τα κατάλαβα (τουλάχιστον ως έναν βαθμό). Γι’ αυτό βγήκα τσάρκα να σεργιανίσω και να γευθώ λίγες από τις γεύσεις της ζωής.

*  *  *

Κάνεις δειλά-δειλά τα πρώτα σου βήματα και ανοίγεσαι. Ψυχανεμίζεις τους φίλους, τους γνωστούς, μέλη της οικογένειας. Άτομα στα οποία θα κάνεις την αποκάλυψη. Γιατί θες την αλήθεια. Θέλεις να σ’ αγαπάνε, αλλά γι’ αυτό που είσαι πραγματικά, κι όχι γι’ αυτό που οι άλλοι θέλουν να αγαπήσουν επάνω σου.

Κυκλοφορείς πιο άνετα, εκφράζεσαι, ανακαλύπτεις νέο κόσμο. Σου αποκαλύπτεται πως δεν είσαι ο μόνος «περίεργος» που γεννήθηκε αγόρι και του αρέσουν τα αγόρια. Για την ακρίβεια, εκπλήσσεσαι από τον μεγάλο αριθμό τέτοιων ατόμων. Η μοναδικότητα σου σ’ αυτό το πεδίο, πάει περίπατο· χάνει τον δρόμο της επιστροφής και δεν γυρίζει σπίτι ποτέ.

Αφού λοιπόν έκανες το δικό σου, μοναδικό ταξίδι προς την αυτογνωσία και την αυτοαποδοχή, είναι καιρός να σε αποδεχτεί και να σε υποδεχθεί μια νέα κοινωνία, που αλλού ζει υπόγεια και κρυφά, κι αλλού ζει παράλληλα και ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο. Έτσι κι εγώ δεν αποτέλεσα εξαίρεση.

Περιχαρείς, ανακαλύπτεις τον κόσμο του διαδικτύου κι μάλιστα πολύ νωρίς, new-age kids γαρ, κι αφήνεσαι στην μαγεία και τους κινδύνους του. Γνωρίζεις ιστοσελίδες, κανάλια συνομιλίας, εντρυφήζεις στον κώδικα του διαδικτίου, αλλά κι σ’ αυτόν της λεγόμενης γκέι κουλτούρας. Έννοιες του διαδικτύου όπως: chat, server, site, register, mirc, κλπ, παίζονται στα δάχτυλα· το ίδιο και γκέι έννοιες όπως: παθητικός, ενεργητικός, μάστερ, κλπ.

Περιέργως, αντί να κάνεις νέες γνωριμίες, όχι απαραίτητα ερωτικής φύσεως, διακρίνεις έναν περίεργο, υποβόσκων ρατσισμό, που πηγάζει από τους γκέι, και χτυπάει τους γκέι. Θα σου πάρει καιρό να βρεις και να κατανοήσεις την αιτία του. Μόλις τον κατανοήσεις, θα πρέπει να διαλέξεις. Θα γίνεις ένας main-stream γκέι, ή θα το παίξεις μοναχικός Frank Sinatra, τραγουδώντας καμαρωτά-καμαρωτά: "I did it my way";

*  *  *

Τι ακριβώς πρεσβεύει όμως η main-stream γκέι σκηνή;

Καταρχάς, για να είσαι ένας καθώς πρέπει γκέι, θα πρέπει να έχεις σώμα μοντέλου γυμναστικής. Θα πρέπει να είσαι ψηλός, γεροδεμένος, ευθυτενής, με όμορφα μπράτσα, στήθος κοτόπουλου, κοιλιακούς φέτες, μάτια γαλανά, μαλλιά ξανθά, βλέμμα αγγέλου που σε προκαλεί να φιλήσεις τα κερασένια χείλη του· να βγάζει όμως και κάτι αντρικό, χωρίς να πέφτουμε όμως στο επίπεδο της βαρβατίλας του κυρ. Σάκη, του νταλικέρη του παρακάτω μαχαλά. Να είναι άτριχος, όχι πολύ, αλλά όχι και αρκούδα.
Φυσικά, το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό προσόν είναι ένα ευμέγεθες πέος· πάντα έτοιμο για μάχη, με ωραίο, ροδοκόκκινο κεφαλάκι στην κορυφή, να σε μεθάει με την γλύκα του, αφυπνίζοντας κοιμισμένες παιδικές παρορμήσεις: να το γλύψεις όπως έγλυφές μικρός τα γλειφιτζούρια με την φρουτοσταγόνα στο κέντρο.

Δεύτερον. Θα πρέπει να είναι posh! Θα πρέπει να έχεις τύπο. Αυτό το έχουν λανθασμένα (κατ’ εμέ) μεταφράσει οι γκέι, και το έχουν εκλάβει ως: live as a fashion victim.
Τρέχει σαν την κουλή όλη μέρα από μαγαζί σε μαγαζί να δοκιμάζει ρούχα. Ρούχα φανταχτερά, πολύχρωμα, με στρας και γκλίτερ· πάντα επώνυμα προϊόντα φυσικά, και με τις ανάλογες τιμές. Εσώρουχα, άλλοτε αντρικά, άλλοτε γυναικεία, άλλοτε unisex (μη χέσω!), κι αυτά πάντα επώνυμα. Παπούτσια από γνωστούς οίκους· κάλτσες, ποτέ άσπρες, μα μεταξένιες, σε χρώματα μοβ, ροζ, κίτρινο, γενικώς κάτι σε «Πίπη η Φακιδομύτη». Ακολουθεί το ανάλογο χτένισμα και βάψιμο, να ταιριάζει με το λουκ· επιστρατεύονται τόνοι λακ, κεριού ή ζελέ για να επιτευχθεί το αριστούργημα της υψηλής κομμωτικής. Τέλος, μια πινελιά ακριβού αρώματος. Ο σωστός ο γκέι, δεν μυρίζει ποτέ· ακόμη κι αν ξεφόρτωσε ολόκληρη νταλίκα, με κούτες τίγκα με γούνες, γόβες, και τσάντες κροκόδειλε.

Τρίτον. Οι γνώσεις για τον κόσμο της εφήμερης show-biz και της μόδας. Για να είσαι σωστός Γκέι, θα πρέπει να λατρεύεις περσόνες όπως την Madonna, την Liza Minelli, τον DiCaprio, κτλ. Να γνωρίζεις με λεπτομέρειες γεγονότα από την ζωή τους, όπως, ποιος ήταν ο λατινοαμερικάνος γκόμενος της τάδε, όταν βρισκότανε μεταξύ του τρίτου και τέταρτού glamorous γάμου της. Σε ποια ταινία η δείνα ηθοποιός, υποδύεται μια πόρνη που την ερωτεύεται ο σέξι πρωταγωνιστής και έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς χειρότερα, κλαίγοντας με μια κούτα χαρτομάντιλα «Μην-κλαις», στα χέρια μας;
Γνωρίζει ακριβή ημερομηνία για το πότε βγήκε στην μόδα το κοφτό παντελόνι τρουά-κάτρ με απόχρωση τιρκούαζ και πλατινέ εμφάνιση. Θα σε ενημερώσει για τον σχεδιαστή και τις δέκα ποιο συνταρακτικές σχέσεις του με μοντέλα που καθόρισαν την μετέπειτα σταδιοδρομία του· γενικώς θα πρέπει να είναι εξπέρ σε trivial θεματολογία.

Αν πληρείς της παραπάνω προϋποθέσεις, καλωσόρισες στην ευτυχισμένη γκέι κοινότητα της γειτονιάς σου. Θα σε «πάρουν» όλοι με την σειρά, μέχρι να σε «κάψουν» και να περιμένεις κι εσύ, σε μια γωνία με το ποτό στο χέρι, το επόμενο φρέσκο αγοράκι που πατήσει το πόδι του στο γκέι-μπαρ της γειτονιάς.

*  *  *

Τώρα, αν εσύ, είσαι κλασσικό παλικαράκι, λίγο αγύμναστο, με μπάκα και μέτρια τριχοφυΐα στο στέρνο· φοράς τζιν παντελόνι (χωρίς σκισίματα, ραφές και λοιπές πολυτέλειες), απλό πουκαμισάκι, αθλητικά παπούτσια με άσπρες κάλτσες, λευκό σλιπάκι (απ’ αυτά με το φακελάκι μπροστά, για να την τινάζεις χωρίς να το κατεβάζεις) και με αχτένιστα κι άβαφα μαλλιά· δεν γνωρίζεις τίποτα για τον Dior και την Coco Chanel· και πιστεύεις ότι η κολόνια από το σούπερ-μάρκετ είναι μια χαρά για την έξοδο σου, καλά θα κάνεις να μην πατήσεις το πόδι σου στο γκέι-μπαρ της γειτονιάς σου. Τράβα να πηδηχτείς με τον κυρ. Σάκη, τον νταλικέρη του παρακάτω μαχαλά. Πουστάρα, ε πουστάρα!

(Ενημέρωση: Ο Κυρ Σάκης ο νταλικέρης, είναι και γαμώ τα παιδιά. Έχει μια κοιλιά μεγάλη, τρίχα αρκετή, και μια μουστάκλα να! Την έχει μεγαλούτσικη , αλλά αντέχει για ώρες. Έρχεται πάντα πλυμένος και με καθαρό σλιπάκι! Έτσι για να ξέρετε!)

Επίλογος:

Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν προσωπικών εμπειριών και βιωμάτων ανακατεμένα στο μίξερ μαζί με μπόλικη φαντασία και ειρωνεία. Σε μερικά σημεία υπάρχουν υπερβολές για καθαρά χιουμοριστικούς λόγους.

Είναι δικαίωμα του καθενός να αυτόπροσδιορίζεται όπως του αρέσει και τον εκφράζει. Είτε αυτό είναι «γκέι», είτε «ομοφυλόφιλος», είτε «κοπελιά», είτε «πούστης» είτε κάτι άλλο. Απλά καλό θα είναι να κρατάμε την ουσία.
Δεν διαφέρουμε και πολύ από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Έχουμε όλοι τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μας και τα γούστα μας. Μας ενώνει μια θεμελιώδη αρχή: Γεννηθήκαμε αγόρια, και γουστάρουμε αγόρια.


Δεν ξέρω για σας, αλλά όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου:

«Τι είναι ο πούστης μπαμπάκα;»
«Αυτός που είναι άντρας και γαμιέται με άντρες αγόρι μου».
...


ΠΟΥΣΤΑΡΑ ΕΙΜΑΙ!
Τ’ ακούτε;

ΠΟΥΣΤΑΡΑ!!!

11/06/2007

7. Βιβλιοκριτική – Βιβλιοπαρουσίαση: «Η Μάγισσα του Πορτομέπλο»


Ο Paulo Coehlo δεν ανήκει στους λατρεμένους μου συγγραφείς, μα σ' αυτούς που σέβομαι. Πολλές φορές πιστεύω πως είναι «αηδιαστικά» αισιόδοξος· από την άλλη όμως, όταν διαβάζω τα βιβλία του, νιώθω πως το να είσαι πολύ αισιόδοξος δεν είναι και τόσο κακό. Σε κάθε του βιβλίο, μαζεύω ψίχουλα από την αισιοδοξία του, την αγάπη του για την ζωή, και κυρίως, για τον σεβασμό στο μοναδικό μονοπάτι της ζωής του καθενός μας (ουσιαστικά, μας μαθαίνει πως όλοι έχουμε το δικό μας μοναδικό μονοπάτι, και μόνο όταν το ακολουθούμε –αγνοώντας τις εκάστοτε επιταγές της κοινωνίας και της οικογένειας–, μπορούμε να γίνουμε πραγματικά ευτυχισμένοι).

«Η Μάγισσα του Πορτομπέλο» μου άρεσε αρκετά σαν βιβλίο (8/10), και όπως πάντα δεν θα πω πολλά, παρά μονάχα θα παραθέσω μερικά κομμάτια από το βιβλίο που μου άρεσαν, και που πιστεύω πως θα αρέσουν και σε εσάς. Αν τυχόν, μιλήσουν στην ψυχή σας, μην διστάσετε να αγοράσετε ή να δανειστείτε το βιβλίο· είναι πολύ καλό.



«Όταν πλένεις πιάτα, προσευχήσου. Ευχαρίστησε για το γεγονός ότι έχεις πιάτα να πλύνεις. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξε πάνω τους φαγητό, που έθρεψε κάποιον, που φρόντισε στοργικά έναν ή περισσότερους ανθρώπους –ότι κάποιος το μαγείρεψε, το έβαλε στο τραπέζι. Φαντάσου πόσα εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν αυτή τη στιγμή τίποτα για να πλύνουν ή κανέναν για να του φτιάξουν φαγητό.

[...]

Η αληθινή παράδοση είναι αυτό: ο δάσκαλος δε λέει ποτέ στο μαθητή τι να κάνει. Είναι απλώς συνταξιδιώτες, που μοιράζονται την ίδια δύσκολη αίσθηση "απορίας" μπροστά στις αντιλήψεις που αλλάζουν ασταμάτητα, στους ορίζοντες που ανοίγουν, στις πόρτες που κλείνουν, στους ποταμούς που φορές-φορές μοιάζουν να μας φράζουν το δρόμο και που στην πραγματικότητα δεν πρέπει να τους διασχίσουμε, αλλά να τους διαπλεύσουμε.
Η διαφορά μεταξύ δασκάλου και μαθητή είναι μόνο μία: ο πρώτος φοβάται κάπως λιγότερο από τον δεύτερο. Έτσι, όταν κάθονται γύρο από το τραπέζι ή τη φωτιά για να μιλήσουν, ο πιο έμπειρος προτείνει: "Γιατί δεν κάνεις αυτό;" Ποτέ δε λέει "Πήγαινε από εκεί και θα φτάσεις εκεί που έχω φτάσει κι εγώ", γιατί ο κάθε δρόμος είναι μοναδικός και κάθε πεπρωμένο προσωπικό.

[...]

Ο σιδεράς έκανε μια μεγάλη παύση, άναψε τσιγάρο και συνέχισε:
"Μερικές φορές ο χάλυβας που φτάνει στα χέρια μου δεν αντέχει αυτή τη διεργασία. Η ζέστη, οι σφυριές και το κρύο νερό τον γεμίζουν ραγίσματα. Ξέρω ότι ποτέ δε θα μεταμορφωθεί σε καλό υνί ή σε άξονα μηχανής. Τότε βάζω απλώς το κομμάτι στο σωρό με τα παλιοσίδερα που είδες στην είσοδο του σιδεράδικου".
Άλλη μια παύση και ο σιδεράς κατέληξε:
"Ξέρω ότι ο Θεός με ρίχνει στη φωτιά των δοκιμασιών. Έχω αποδεχτεί τις σφυριές που μου δίνει η ζωή και κάποιες φορές νιώθω κρύος και αναίσθητος, σαν το νερό που κάνει το χάλυβα να υποφέρει. Όμως το μόνο που ζητάω είναι το εξής: 'Θεέ μου, Μητέρα μου, μην παραιτηθείς μέχρις ότου πάρω τη μορφή που περιμένεις από εμένα. Προσπάθησε με τον τρόπο που θεωρείς καλύτερο, για όσο χρόνο θέλεις. Ποτέ όμως μη με βάλεις στο σωρό με τα παλιοσίδερα των ψυχών'".»


Περί βιβλίου:
Τίτλος: Η Μάγισσα του Πορτομπέλο
Συγγραφέας: Paulo Coelho
Εκδόσεις: Λιβάνη
Σελίδες: 374
ISBN: 978-960-14-1484-3

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
http://www.paulocoelho.com/
http://en.wikipedia.org/wiki/Paulo_Coelho

11/03/2007

6. Αφιέρωμα: Πάολα --είναι δύσκολο να είναι θεά!

«[...]
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τα' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα

-IV-

Είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς

[...]»

Τάδε έφη, ο νομπελίστας συγγραφέας Οδυσσέας Ελύτης στο έργο του: «Το Μονόγραμμα», κάτι που η Πάολα διόλου δεν το σεβάστηκε. Για την Πάολα, δεν ήταν νωρίς· τουναντίον, ήταν πάντα αργά, και τα τέρατα, ανέλαβε να τα εξημερώσει η ίδια!

Η Πάολα, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στις μέρες μας· ούτε καν στους γκέι κύκλους. Την δεκαετία του ογδόντα και στα μέσα δεκαετίας ενενήντα όμως, την γνώριζαν οι περισσότεροι (κι ας υποκρίνονταν το αντίθετο). Ήταν η γυναίκα με τα μεγαλύτερα «αρχίδια» από πολλούς, κατ ευφημισμόν, άνδρες. Είναι από τις πρώτες τραβεστί, που αντί να κρύβονται πίσω από το δάχτυλο τους, διαδήλωναν με περηφάνια την διαφορετικότητα τους –και το σημαντικότερο: το δικαίωμα να είναι ορατές!

Είναι αυτή, που μέχρι σήμερα διεκδικεί το αυτονόητο: την επίτευξη μιας πραγματικά, ακομπλεξάριστης κοινωνίας, στην οποία το μόνο που μετράει είναι να είσαι –ή να νιώθεις– ένα ολοκληρωμένο άτομο· ασχέτως αν είσαι αγόρι ή κορίτσι, ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος, εγχειρισμένος (με συγχωρείτε, διορθωμένος), ή μη.

Είναι αυτή, που με τα χρήματα που έβγαζε με το «κορμί» της, εξέδιδε το περιοδικό «Κράξιμο», όπου έκραζε με περηφάνια στο πρώτο τεύχος, τα εξής λόγια:

«Εγώ, η πόρνη... “Εκδίδομαι κάθε βράδυ στη Συγγρού... Εμείς οι τραβεστί δεν διαφέρουμε σε τίποτα απ’ όλους εσάς σ’ αυτό το θέατρο-μπουρδέλο που λέγεται κοινωνία... Εμείς οι πόρνες-τραβεστί διατηρούμε το καλό σας όνομα... Εγώ η πόρνη δεν διαφέρω σε τίποτα απ’ τον οποιοδήποτε εργαζόμενο... Βέβαια, η κοινωνία απορρίπτει τη δική μου πορνεία, ενώ χειροκροτεί τη δική σας... Αποφάσισα, λοιπόν, τώρα να εκδοθώ και σε εφημερίδα.. την ονόμασα “Κράξιμο”, επειδή το κράξιμο μας ακολουθεί (τους ομοφυλόφιλους που δεν κρύβονται) από τη στιγμή που θυμόμαστε τον εαυτό μας... Η εφημερίδα δεν έχει σχέση με κανένα απ’ τα γνωστά μέχρι τώρα κινήματα απελευθέρωσης. Ξεκινά από εμένα και μια μικρή παρέα φίλων”. – ΠΑΟΛΑ»

Η Πάολα, εκτός από το να «κράζει» για το αυτονόητο, εξωτερίκευε και την ψυχή της, άφοβα και με τσαμπουκά, σε καιρούς που αυτό κόστιζε ακριβά και δεν ήταν «in» όπως είναι σήμερα. Σε μια εξαιρετική συλλογή με ποιήματα που ονομάζεται «Σαλτάρισμα», η Πάολα καταθέτει στην κοινωνία, εκτός απ’ το κορμί της, κάτι από την ψυχή της. Παρακάτω, εναποθέτω από την συλλογή, πέντε αγαπημένα μου ποιήματα, που θεωρώ καθήκον μου να μοιραστώ μαζί σας. Να μην χαθούν στη λήθη· γιατί αξίζουν να μείνουν ανάμεσα μας.


ΣΑΛΤΑΡΙΣΜΑ (Ποιήματα, συλλογή)


Σαλτάρισμα, εξώφυλλο του βιβλίου

—Σκιές—

’Από απλησίαστες για μένα γειτονίες
σκιές κατεβαίνουν
αγόρια εραστές
μεγαλωμένα μ’ επίθεση και πόθο
Σκιές με όνειρα απραγματοποίητα
με μάτια που με τρομάζουν
γεμάτα ψέμα κι αυθορμητισμό
’Απ’ το μυαλό τους ξεπηδάνε
μηχανές λαμπερές
γκόμενες ξεσκισμένες
και μοναξιές θανάσιμες
Σκιές που πλαγιάζω μαζί τους
που με ποθούν
μόνο εκείνη τη στιγμή
μεσ’ από μύθους κάγκελα
κι από σαλταρισμένες εμπειρίες
Μοναχικές σκιές
που πεθαίνουν στα εικοσιπέντε τους

’Από απλησίαστες για μένα γειτονιές
σκιές κατεβαίνουν.


—Με καλούσε—

Τις νύχτες έστηνα οδοφράγματα στον εαυτό μου
πάλευα με την υπερηφάνεια μου
το μαχαίρι λαμποκοπούσε στο σκοτάδι
με καλούσε
φοβόμουν αλλά πήγα
Κι από τα μάτια των παιδιών
Τα όμορφα κορμιά –κορμιά φασιστικά–
παγιδεύτηκα
νικήθηκα από το μοναδικό τους όπλο
που το προσκυνάς
την ώρα της μάχης με την ηδονή
τη στιγμή που το σπέρμα του
ξερνάει την αδιαφορία του
για την κραυγή σου.


—Ενοχή—

Τα μάτια δραπετεύουν όταν τα κοιτάς
δραπετεύουν ερωτικά
κρυμμένα στην ενοχή
Βάλε το μαχαίρι
πάλι στη ζώνη σου, αγόρι μου
δεν το φοβάμαι
στη θέση του βάλε τα χείλι σου
έτσι θα καταφέρεις
να με πηδήξεις πιο επικίνδυνα.


—Κι έσκυψα—

Σε βρήκα φορώντας τη μάσκα της πόρνης
μου έδωσες το χέρι σου
σου έδωσα το δικό μου –που έτρεμε–
ίσως να είναι αυτός, είπα.
Ήπιαμε το μίλκ σέικ
παρέα με κάτι πλαστικά λουλούδια κι αόρατους ανθρώπους
εσύ κάτι σιγοτραγουδούσες
μία και μισή στο σπίτι
περίμενα να μου πεις αυτό που δε φοβόμουν
και συ έβγαλες την εξουσία σου από το φερμουάρ
κι έσκυψα

Τέλειωσες
κράτησα το σπέρμα σου
και το ’φτυσα στο πρόσωπό σου
για να μην πάει χαμένο.


—Θα κλαίμε—

Θα ’ρθει η στιγμή
που δε θα μπορούμε να κλάψουμε
για κανέναν που αγαπήσαμε
Γιατί δεν υπήρξε
θα κλαίμε μόνο για το τι μπορούσαμε να κάνουμε
και τι δεν κάναμε
για να μην έρθει η στιγμή.


Περί βιβλίου:
Τίτλος: Σαλτάρισμα
Συγγραφέας: Πάολα
Εκδόσεις: Σιγαρέτα
Σελίδες: 37
ISBN: --

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
http://clubs.pathfinder.gr/transsexoyal
http://www.geocities.com/kraximo/kraximo/contkraximo.htm