5/28/2011

95. Αληθινά Παραμύθια...

Αληθινά Παραμύθια

(Ένα παραμύθι ακατάλληλο για μικρά παιδάκια)


Η πολυμελή οικογένεια Παπαδοπούλου μένει σ’ ένα σπιτάκι κάπου στο δάσος. Μικρό οικοπεδάκι, άλλα έχει μια μικρή λιμνούλα, βλέπει σε θάλασσα και βουνό, και γενικά ήταν φτωχικό μεν, αλλά καλούτσικό δε. Εκεί ζούσανε ο μπαμπάς, η μαμά και τα δέκα τους παιδιά. Η μαμά, αγανακτισμένη από τα παιδικά της χρόνια στο χωριό, περνάει την μέρα της κάνοντας shopping-therapy με τις πιστωτικές του μπαμπά, ενώ ο μπαμπάς, μεγάλος αλογομούρης, ξημεροβραδιάζεται στον ιππόδρομο στοιχηματίζοντας σε φοράδες, και σκορπώντας τα σπάνια κέρδη στα μπουρδέλα κερνώντας μπόμπες την παρέα.

Πολλές φορές τα παιδιά αναρωτιόντουσαν πότε οι γονείς τους εργάζονταν, και πώς έφερναν τα λεφτά στο σπίτι. Όταν καμιά φορά ρωτούσανε, παίρνανε την απάντηση πως είναι πολύ μικρά για να καταλάβουνε και δεν είναι δικός τους λογαριασμός, και πως αυτοί, οι γονείς δηλαδή, ξέρουν τι είναι και τι δεν είναι καλό για τα παιδιά τους. Μετά, για να τα καθησυχάζουνε, τα τάζανε πίτσα και ταινία για το βράδυ.

Ο πιο μεγάλος γιος κι’ η πιο μεγάλη κόρη, ήτανε κάπως πιο επίμονοι στα ερωτήματά τους. Σύντομα, οι γονείς τα κάνανε συνεταιράκια. Ο μεγάλος πήρε δώρο από τον μπαμπά ένα ολοκαίνουργιο αμάξι, ενώ η κόρη πήρε άδεια διαρκείας να γυρνάει ό,τι ώρα θέλει τα βράδια, καθώς και μηνιάτικο χαρτζιλίκι για να πηγαίνει στα clubs και να ψωνίζει επώνυμα ρούχα.

Τα πιο μικρά δεν καταλαβαίνανε και πολλά, αν και είχαν τις υποψίες τους. Ρωτάγανε καμιά φορά τα μεγαλύτερα αδέρφια τους για το τι γίνεται με την μαμά και τον μπαμπά, και λάμβαναν καθησυχαστικές απαντήσεις πως όλα είναι μια χαρά και πως ο μπαμπάς κι’ η μαμά ξέρουν τι κάνουν, και πως καλύτερα ν’ ασχολούνται με τα παιχνίδια τους —οι μεγάλοι ξέρουν τι κάνουν!

[ Πηγή εικόνας ]



Μια μέρα, την ώρα που τα παιδιά παίζανε ευτυχισμένα στον κήπο, ήρθανε κάτι κύριοι με κουστούμια και γραβάτες, τσάντες και λιμουζίνες και αρχίσανε να μετράνε με την μεζούρα το σπίτι, τον κήπο, την βεράντα κλπ. Τρομαγμένα τα παιδιά γίνανε ένα μπούγιο και κλειστήκανε στο σπίτι. Όταν αργότερα ήρθε ο μπαμπάς και η μαμά αρχίσανε τις ερωτήσεις του στυλ: Τί τρέχει μπαμπά; Γιατί θα μας κόψουν το ρεύμα μαμά; Γιατί μας είπανε πως χρωστάμε τα μαλλιά της κεφαλής μας μπαμπά; Είπανε πως θα μας πάρουνε τα λάπτοπ μαμά! Ένας είπε πως την κάτσαμε μπαμπά; Μαμά, τί σημαίνει, «πόσο πάει το μαλλί καυλιάρα μου»; Μπαμπά, είν’ αλήθεια πως δεν έχουμε λεφτά;

Η βραδιά τελείωσε με μία θυελλώδη ομιλία του μπαμπά πως όλα είναι μια πλεκτάνη των αγορών και πως: ΛΕΦΤΑ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ! Εκείνη την βραδιά, κάποιοι κοιμήθηκαν ήσυχοι, κι’ άλλοι, όχι τόσο.

Τις επόμενες μέρες τα πάντα κύλησαν σαν να μην είχε συμβεί κάτι, παρ’ όλο που τα παιδιά βλέπανε που και που τις λιμουζίνες να περνάνε αργά-αργά, να κατεβαίνουν τα φιμέ τζάμια και κάποιοι κουστουμαρισμένοι να τους κοιτάνε πίσω από μαύρα γυαλιά, κάνοντας αποδοκιμαστικές κινήσεις με τα κεφάλια τους.

Σύντομα δέχτηκαν νέα επίσκεψη από κάποιους με μια βαλίτσα που πάνω της έγραφε «Μνημόνιο». Μπήκαν στο σπίτι όπου είχαν ραντεβού με τους γονείς, και αφού κλείστηκαν εκεί για κάμποση ώρα, αναχώρησαν αργά το βράδυ χαμογελώντας. Το βράδυ έγινε έκτακτη οικογενειακή σύσκεψη.

«Παιδιά μου», πήρε τον λόγο ο Πατέρας. «Λεφτά, γιόκ! Δεν υπάρχουν. Τα έφαγε ο προηγούμενος!»
«Ποιός; Ο παππούς;» ρώτησε η πιο μικρή κορούλα της οικογένειας».
«Ναι! Ναι... Ακριβώς! Ναι, αυτός. Σωστά γλυκιά μου. Το θέμα είναι λέω, πως δεν υπάρχουν λεφτά και... γι’ αυτό πήραμε δανεικά και τώρα θα πρέπει να κάνουμε κάποιες περικοπές αλλιώς, μπορεί να χάσουμε και το σπίτι...»

Σ’ αυτό το σημείο τα μισά παιδιά χεστήκανε πάνω τους, γιατί η ιδέα να μην έχουν καν σπίτι δεν τους είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Αυτά συνέβαινα μόνο σε μακρινές ηπείρους που έβλεπαν σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση.

«Θα πρέπει να κόψουμε τα φροντιστήρια» είπε η μάνα.
«Μα πώς θα δώσουμε Πανελλήνιες;» φώναξε ο Μιχαλάκης που ήθελε να σπουδάσει Πολιτικός Μηχανικός.
«Δώστε μ’ ό,τι έχετε. Διαβάστε καλά και θα τα καταφέρετε. Επίσης, θα πρέπει να κόψουμε και το ιντερνέτ», συνέχισε η μητέρα.
«Μα μαμά! Το ιντερνέτ είναι σήμερα σαν το νερό· δεν κόβεται!» ούρλιαξε η Αννούλα.
«Και φυσικά, ίσως να κόψουμε την βενζίνα», συμπλήρωσε η μαμά.
«Αυτό ξέχασέ το!» ούρλιαξε ο Μανολιός, ο μεγάλος γιός της οικογένειας. «Μου υποσχέθηκες αμάξι, και εγώ δεν το πήρα για να το βλέπω να κάθεται. Θέλω να πηγαίνω της βόλτες μου με τους φίλους μου! Άντε μην ανοίξω το στόμα μου και γίνουμε κώλος!»
«Μα αδερφέ, δεν άκουσες τι είπε η μανούλα κι’ ο μπαμπάκας; Θα χάσουμε το σπίτι», είπε ένα από τα μικρότερα αδερφάκια.
«Εσύ σπόρε σκάσε! Δεν ξέρεις! Εγώ ξέρω τι τρέχει και ‘γω ξέρω τι πουστιά πάνε να μας παίξουνε οι γέροι. Βούλωστο κι’ άσε με να κάνω παιχνίδι».
Ο μικρός το βούλωσε και λούφαξε μαζί με τ’ άλλα αδέλφια του.

[ Πηγή εικόνας ]



Τον λόγο τον πήρε πάλι η μάνα: «Λοιπόν, τσογλάνια, σκασμός! Δεν έχετε δικαίωμα να μιλάτε! Εμείς τόσα χρόνια ματώναμε για το καλό σας. Ό,τι κάναμε το κάναμε για σας. Σας προσφέραμε ένα σύγχρονο σπίτι με όλες τις ανέσεις. Λιμνούλα για τα μπάνια σας, παραλία για τις διακοπές σας, ιντερνέτ και λαπιτόπια για να γίνετε πολίτες του κόσμου. Φροντιστήρια και άγχος για το μέλλον σας. Τί άλλο θέλετε πιά;»
«Το σπίτι μας», ψιθύρισε ένα απ’ τα μικρά.

«Να πάτε να δουλέψετε και να το σώσετε! Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Μην μας την μπαίνετε τώρα. Στο κάτω-κάτω... ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ!» ούρλιαξε ο μπαμπάς τραβώντας μ’ αγανάκτηση την γραβάτα του.
«Τί εννοείς;» ρώτησε η Ελενίτσα.

«Εννοώ ότι κι’ εσείς απολαμβάνατε τα κέρδη από τις μπίζνες μας. Δεν σου πήρα εσένα καλοκαιρινό φορεματάκι πέρυσι; Ε; Κι’ εσένα Επαμεινώνδα, δεν σου αγόρασα ποδήλατο; Κι’ εσένα Μάριε, δεν σου πήρα Play-station 3; Και σένα Κικίτσα, δεν σου πήρα Μπάρμπι; Όλους σας δεν σας πήρα κάτι που να πάρει! Τώρα, τι φωνάζετε;»

Τα παιδάκια νιώσανε ντροπή, γιατί ο μπαμπάς είχε δίκιο. Πράγματι τους είχε πάρει όλους δώρα, και όταν θέλανε κάτι, το ζητούσανε. Στην αρχή μπορεί να μην συμφωνούσε ή και να έκανε τον δύσκολο, μα άμα το ζητάγανε επίμονα και κάνανε οργανωμένες προσπάθειες όπως να μην τρώνε το φαΐ τους ή να μην του πηγαίνουνε τις παντόφλες, λύγιζε, και το τέλος τους έκανε τα χατίρια.

Τώρα όμως μάθανε την αλήθεια. Πως ο μπαμπάς δεν εργαζότανε full-time και έκανε κομπίνες. Μαγείρευε τα νούμερα και ξεγελούσε τους συνεταίρους του να του δίνουνε περισσότερα λεφτά. Έφερνε κάνα φράγκο στο σπίτι, έδινε το κατιτίς στα δυο μεγαλύτερα αδέλφια που είχαν πάρει χαμπάρι την δουλειά και θέλανε λεφτά για να μην μιλήσουνε στα μικρότερα αδέλφια, και τα υπόλοιπα τα τρώγανε σε ψώνια, διακοπές, κότερα, άλογα, σπίτια στα Λονδίνα και στα Παρίσια, και ούτω καθεξής...

Τώρα όμως οι συνέταιροι του μπαμπά τα έχουνε πάρει στο κρανίο. Τον βρίζουνε από το πρωί ως το βράδυ. Και στα σπίτια τους, στις δικές τους οικογένειες, τους λοιδορούνε και τους αποκαλούνε γουρούνια. Ανάξια πλάσματα που δεν τιμάνε καν το όνομά τους. Και κανείς δεν θέλει να τους εμπιστεύεται. Τώρα, λένε, θέλουνε τα λεφτά τους —και θα τα πάρουνε!! Ακόμη κι’ αν χρειαστεί να πάρουνε το σπίτι. Τώρα έχουν φέρει και κάτι χαρτιά που λένε πως θέλουνε κάποια από τα παιδιά να εργάζονται στα σπίτια τους χωρίς μεροκάματο, μόνο με ρούχα και φαγητό για να πληρώσουνε τα χρέη των γονιών τους. Έρχονται κάθε μέρα με τις λιμουζίνες και βρίζουνε τα παιδιά λέγοντας πως είναι κακός σπόρος, και πως πρέπει να πληρώσουνε αυτά που φάγανε.

Τα παιδιά εν τω μεταξύ, όλοι μέρα μαλώνουνε. Το ένα λέει πως δεν φταίει σε κάτι και πως δεν ήξερε. Κάποιο άλλο του λέει να το βουλώσει και πως όταν έβλεπε την Χάιντι σε high-defintion τηλεόραση με blue-ray DVD ήτανε καλά. Άλλος λέει πως φταίει ο μεγάλος που πήρε και αμάξι, ενώ αυτοί δεν θα δούνε ποτέ δικό τους αυτοκίνητο. Άλλος λέει πως φταίει ο μπαμπάς και η μαμά και πως τους αξίζει ένα χέρι ξύλο. Άλλος λέει πως ο μπαμπάς και η μαμά δεν είναι κακοί, αλλά χαζοί, και δεν ξέρανε τι κάνανε. Και να σου φωνές, να σου ξύλο, να σου τσακωμοί και μαλώματα.

Η οικογένεια Παπαδοπούλου βρίσκεται σε τέλμα. Οι πάντες μισούνε τους πάντες και μαλώνουνε όλοι μέρα. Εν τω μεταξύ, οι δανειστές έχουν κυκλώσει το σπίτι. Ήδη, την λιμνούλα την έχουνε κλείσει γύρω-γύρω με συρματόπλεγμα, και βάλανε ταμπέλα: «Νερό, Δύο ευρώ το ποτήρι». Άλλος έχει πάει στην παραλία και σκάβει. Θα κάνει, λέει, ξενοδοχείο, άλλα μόνο για ξένους που έχουνε πολλά λεφτά. Ένας τρίτος έχει πει στα παιδιά πως θα τους αφήσει το ιντερνέτ, άμα δουλεύουνε στην φάμπρικά του για μισό μεροκάματο...

Και κάπως έτσι τελειώνει αυτό το παραμύθι... Το τέλος δεν είναι γνωστό. Ο καθένας βάζει το δικό του τέλος. Άλλος λέει πως τα παιδιά γίνανε σκλαβάκια και γιουσουφάκια των δανειστών τους. Άλλοι λένε πως σηκώσανε κεφάλι και τα κάνανε όλα λαμπόγυαλο, αφού πρώτα τουλουμιάσανε και τους γονείς τους, και τους δανειστές τους· γιατί, λέει, ξέρανε που μπλέκανε. Άλλος λέει πως ήρθες ο Θεός και τα έσωσε, άλλος πως ήρθαν εξωγήινοι... Όπως και νά ’χει όμως, ζήσανε αυτοί έτσι, κι’ εμείς...;


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.