1/20/2008

18. Οι Άθλιοι (2008 μ.Χ. Version)




Παρακάτω ακολουθεί οι εισαγωγή που είχε γράψει ο ίδιος ο Victor Hugo1 για το περίφημο βιβλίο του με τίτλο: «Οι άθλιοι»2 (Les Misérable) το 1862 μ.Χ. Σας αφήνω να το απολαύσετε χωρίς περαιτέρω σχολιασμούς, για να εξάγετε τα δικά σας συμπεράσματα, και να συλλογιστούμε όλοι μαζί, το πόσο επίκαιρο είναι.


«Όσο θα υπάρχει, εξαιτίας των νόμων και των ηθών, κοινωνική αδικία, που δημιουργεί τεχνητά κόλαση, την ώρα που ο πολιτισμός εξελίσσεται, και μπερδεύει το θείο προορισμό του ανθρώπου με τη φθαρτή του μοίρα· όσο θα μένουν άλυτα τα τρία προβλήματα του αιώνα μας: ο εξευτελισμός του άνδρα από τη φτώχεια, η ηθική κατάπτωση της γυναίκας από την πείνα, το μαράζωμα του παιδιού από το σκοτάδι· όσο ο λαός μας είναι καταδικασμένος να πεθαίνει από κοινωνική ασφυξία, γιατί τον μαστίζει η φτώχεια και η αμορφωσιά, βιβλία σαν αυτό δεν είναι ίσως ανώφελα.»


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιο του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)


Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
http://en.wikipedia.org/wiki/Victor_Hugo
http://en.wikipedia.org/wiki/Les_Mis%C3%A9rables

____________
1 Βικτόρ Ουγκό (Victor Hugo): Γάλλος συγγραφέας, 1802-1885 (83ετών).
2 «Οι Άθλιοι» (Les Misérable): Το γνωστότερο, ίσως, έργο του συγγραφέα Βικτόρ Ουγκό. Το έργο έχει σαν θέμα την ζωή και το έργο του ήρωα Γιάννη Αγιάννη, ενός ανθρώπου που καταδικάσθηκε σε φυλάκιση για την κλοπή ενός καρβελιού ψωμιού, και τον αγώνα του ενάντια στην παγιωμένη ηθική της τότε κοινωνίας· πως δεν υπάρχει συγχώρεση και επιστροφή στην «ηθική» πλευρά της ζωής για έναν εγκληματία.

1/09/2008

17. Το Δίδαγμα Μιάς Γάτας




Παιδιόθεν ήμουν ζωόφιλος. Όχι με την έννοια του ανθρώπου που έχει ένα σκυλάκι στο σαλόνι του σπιτιού του, σε ασορτί χρώμα με την ταπετσαρία του τοίχου (και που αλλάζει μαζί με την ταπετσαρία του τοίχου, όταν αυτή αλλάξει), που το βγάζει βόλτα κάθε μέρα για δέκα λεπτά, και που το στειρώνει για να μη «λερώνει» το σπίτι. Αλλά με την έννοια του ανθρώπου που απλά έχει την τύχη (κι ευλογία;) να μένει σε σπίτι με μεγάλη αυλή, στην οποίαν έβρισκαν και βρίσκουν καταφύγιο και θαλπωρή, αδέσποτα ζωάκια.

Όταν ήμουν μικρό αγοράκι, και ακοινωνικοποιήτο· χωρίς φίλους και παρέες δηλαδή (για λόγους που δεν χρήζουν ανάλυσης στο παρόν κείμενο), τα ζώα αυτά ήταν σκύλοι, μικρά κατά προτίμηση· τσοπανόσκυλα και πάσης φύσεως «μπάσταρδα». Για περίεργους λόγους, περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν (η ακριβής ημερομηνία δεν είναι σημαντική), έγινε μια αλλαγή. Η απουσία σκύλου εκείνη την περίοδο, και η τυχαία εμφάνιση ορφανής γατούλας, επέφερε μιά δραματική αλλαγή, αυτή της ανόρθωσης της πρώτης δυναστείας γατιών στην αυλή του σπιτιού μου.

Αυτή η πρώτη γάτα ήταν «περίπτωση», μιάς κι ήταν απίστευτα κοινωνική. Να μην πλατειάζω όμως κι ας πω απλά πως μέχρι και σήμερα, η δυναστεία χαίρει άκρας υγείας και δεν υπάρχουν σημάδια άμεσης πτώσης της στον ορίζοντα, ούτε στον καζαμία ούτε και στα αστέρια του ουράνιου χάρτη.

Η καλή μου μητερούλα, ήταν άνθρωπος όπως όλοι μας· είχε τα ελαττώματα της, είχε και τις αρετές της. Στις πολλές-πολλές αρετές της, συγκαταλέγονταν και η «φυσική» της αγάπη προς τα ζώα· την οποία, συνεπικουρούμενη από παρόμοια ιδεολογία του πατέρα, την μεταλαμπάδεψε και σε εμένα. Όταν λέω «φυσική» αγάπη, εννοώ αυτό το οποίο κατά την μητέρα μου, ήταν η πίστη στην φύση. «Η φύση κάνει την δουλειά της», ήταν η μόνιμή επωδός της.

Παραδείγματος χάριν: Ο σκύλος, η γάτα και τα λοιπά ζώα, φτιάχτηκαν φύσει για να ζούνε σε φυσικό περιβάλλον· όχι σε τεχνητό, σαν το σπίτι δηλαδή. Επίσης, όταν η γάτα γεννούσε πολλά γατάκια, και μερικά εξ’ αυτών πέθαιναν, μου εξηγούσε ευθέως πως έτσι γίνεται από την φύση η φυσική επιλογή: Τα δυνατά επιβιώνουν, τα αδύναμα πεθαίνουν. Απόρροια αυτού, η γονιδιακή ενδυνάμωση του είδους σε κάθε γενιά.

Φτάνουμε τελικώς στο παρών, όπου ο πληθυσμός των γατιών στην αυλή, με πολλαπλές και συνεχόμενες αυξομειώσεις στο ρου του χρόνου, αριθμεί τα δώδεκα μέλη. Τα περισσότερα είναι προσηνή, και με χαρά πλησιάζουν όταν βγαίνω με την σακούλα της γατοτροφής στο χέρι. Βέβαια, οι γάτες δεν φημίζονται για την άδολη αγάπη τους προς τον άνθρωπο, αλλά τουναντίον, για την ανεκδιήγητη –κι αφάνταστα εκνευριστική– συνήθεια τους στο να γράφουν τον άνθρωπο εκεί που δεν πιάνει η μελάνη.

Η γάτα θα έρθει κοντά σου να την χαϊδέψεις, όχι γιατί σε αγαπάει, αλλά γιατί θέλει αυτή, εδώ και τώρα, να την χαϊδέψεις ή να την τρίψεις. Όσοι έχουν γατιά θα καταλαβαίνουν, φαντάζομαι, τι εννοώ. Υπάρχει όμως κι ένα όριο.

Τί γίνεται όταν η γάτα, όχι μόνο δεν σου κάθεται ποτέ να την χαϊδέψεις, όχι μόνο δεν προσφέρει κάποια χαρά, αλλά τουναντίον, όποτε σε βλέπει πηδάει μακριά σου, βγάζει μια συρίδα κακίας και μίσους, και σε κοιτάζει στα μάτια σαν να είσαι ο χειρότερος εχθρός της —την ώρα μάλιστα που κραδαίνεις στο χέρι σου την σακούλα με το φαΐ της;

Κι όχι, αν και πέρασαν κοντά δυό χρόνια που γεννήθηκε αυτό το γατί που λέω, δεν εξημερώθηκε. Ποτέ δεν δέχτηκε να πάρει φαγητό από το χέρι μου, ούτε καν να με πλησιάσει, κι όλα αυτά, χωρίς ποτέ να το έχω χτυπήσει ή να το έχω κακομεταχειριστεί με οποιωνδήποτε τρόπο.

Η μητέρα μου λοιπόν, είχε ένα ρητό και μία πρακτική για τέτοιου είδους «απείθαρχα» ζώα, όταν σπανίως μας τύχαιναν: «Ζώο που δεν μου κάθεται να το χαϊδέψω, δεν το ταΐζω· να σηκωθεί να φύγει από ’δώ.» Το κλοτσούσε λοιπόν, το άφηνε ατάιστο, κι άλλα τέτοια, αναγκάζοντας το να φύγει και να βρει αλλού φαγητό και στέγη. Όταν δε, δεν έπιανε το κόλπο, επιστρατεύονταν ο πατέρας, που με κόπο θα έπιανε τον «ταραξία», θα τον έβαζε σε ένα κουτί, και βόλτα χωρίς επιστροφή μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, όπου το αμολούσε ελεύθερο στην φύση. Έτσι έκανε η μητέρα, έτσι (θα) έκανα κι εγώ με το συγκεκριμένο γατί.

Όταν μετά από καιρό, είδα κι από ’δα πως κάθε προσπάθεια εξημέρωσης (να μου κάτσει τουτέστιν, να το χαϊδέψω), έπεφτε στο κενό, αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να πάρει δρόμο, πριν μου «χαλάσει» και την υπόλοιπη αγέλη.

Άρχισα να μην το ταΐζω και να κάθομαι μπάστακας πάνω από το πιάτο με το φαΐ, την ώρα που τα υπόλοιπα γατιά καταβρόχθιζαν το φαΐ τους λαίμαργα, και να μην το αφήνω να πλησιάσει για να φάει. Μην γελιέστε, τα ζώα έχουν ψυχή, και κάποια στιγμή, αυτό το νιαούρισμα παραπόνου, πείνας κι αδικίας (να βλέπεις τα υπόλοιπα γατιά, με τα οποία συγγενεύεις, να τρώνε κι εσύ να πεινάς;!), μου ράγισε τις αντιστάσεις. Κάποια στιγμή τα έβαλα με τον εαυτό μου· θεώρησα πως ήμουν πολύ μαλθακός. Άρχισα λοιπόν να το φοβερίζω, –αφού το κόλπο με την λιμοκτονία δεν έκανε για την υπερβολικά «ευαίσθητη» ψυχή μου–, να του φωνάζω, να του πετάω πράγματα, να προσπαθώ να το κλοτσήσω· όποτε το έπιανα απρόσεχτο να κοιμάται κάπου ατάραχο.

Να σου το γατί άραχτο στο ήλιο, να κοιμάται μακάριο. Τί καλύτερη ευκαιρία από το να πάω δίπλα του, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, και να το φονεύσω προκαλώντας καρδιακό επεισόδιο, με μια δυνατή κραυγή δίπλα στο αυτί του, ή με έναν κουβά κρύο νερό, ή έστω με την εκσφενδόνιση ενός αντικειμένου καταπάνω του; Το έκανα μιά, δυό, τρεις, πολλές φορές. Κι εδώ είναι που γίνεται το παράξενο.

Ναι μεν, το κόλπο έπιανε. Η συνήθης αντίδραση ήταν να πεταχτεί αλαφιασμένο και τα φύγει σφαίρα –καταργώντας τις θεωρίες του Her. Ainstain περί ανεπίτευκτης ταχύτητας πέραν αυτής του φωτός, λόγο της άπειρης ενέργειας, μάζας και μπλά-μπλά– προς μία τυχαία κατεύθυνση. Όμως, λέω όμως, να σου που απομακρυνότανε μονάχα λίγα μέτρα. Σταματούσε και γυρνούσε το κεφάλι, προς την μεριά από την οποία σημάνθηκε ο συναγερμός· η διαταραχή στο ρου της θετικής ενέργειας, της οποίας στην απόλαυση, είχε αφεθεί.

Αυτό το βλέμμα, αυτή η έκφραση, μόλις διαπίστωνε πως ο ταραξίας ήμουν εγώ... Σας εκλιπαρώ, μην ακούτε τους μαλάκες που λένε πως μόνο οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να αλλάζουν βλέμμα και εκφράσεις· μύθος σας λέω, μύθος. Σταματούσε λοιπόν, και χωρίς να βγάλει την γνώριμη, συρίδα μίσους, αντιπάθειας ή φόβου, καθόταν στα πίσω της πόδια και με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Τί ντροπή που με έκανε να νιώθω με το βλέμμα της... Σαν να μου έλεγε: «Σε οικτίρω μικρόψυχο και ποταπό ανθρωπάκι —σε οικτίρω!». Μιά, δυό, τρεις, άρχισα να το καταλαβαίνω. Άρχισα να σκέφτομαι, όχι σαν εγωκεντρικό και εγωιστικό όν –σαν άνθρωπος δηλαδή–, αλλά ως όν ισότιμο σε μια πιο διευρυμένη αντίληψη περί γήινης, έμψυχης παρουσίας πάνω στην γη. «Θα μου άρεσε να μου κάνουν το ίδιο;» σκέφτηκα.

* * *

Πράγματι. Τί το κακό μου είχε κάνει αυτό το ζώο —αυτή η ύπαρξη; Κανένα! Αυτή είναι(!) η απάντηση· έτσι απλά. Ο σκοπός του, το «τέλος» όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι της Ελλάδας, είναι να γεννηθεί, να ζήσει και να πεθάνει, όπως το ορίζει η φύση του.

Ποιά η φύση της γάτας; Να είναι άγριο, να θηρεύει, να αναπαραχθεί πρώτου αποβιώσει. Εμείς οι άνθρωποι, ευλογημένοι από μιά ανώτερη ευφυΐα, επωφελούμαστε από αυτή την φύση του συγκεκριμένου ζώου, που λόγο της φύσης του, θηρεύει, επιβλαβή για εμάς, ζώα όπως το ποντίκι, ο αρουραίος, το φίδι, και πλήθος άλλων «παρασίτων».

Σε ποιό παράπτωμα υπέπεσε το γατί για στο οποίο αναφέρομε τόσην ώρα; Ζει, τρώει, αναπαράγεται, με απαλλάσσει από, επιβλαβή για εμένα, ζώα όπως είναι τα ποντίκια παραδείγματος χάριν; Ναι, αυτή είναι η απλή κι ειλικρινής απάντηση...

Κι όμως, να σου εγώ, ο άνθρωπος, ο ευφυείς, ο έχων νου που άνω θρώσκω1, να του στερώ θελημένα το φαΐ, να το διαχωρίζω από τους ομοίους του –που απολαμβάνουν τις παροχές της ψευτοθέοσης μου (βλέπετε: εγώ ο μέγας που σας δίνω φαΐ)–, να το κακοποιώ ψυχικά (να του προκαλώ συνεχές αίσθημα φόβου και επιφυλακτικότητας, τρομάζοντας το συνεχώς), και σωματικά (να το κλοτσώ και να το χτυπώ με αντικείμενα).

Ποιός είναι ο άνθρωπος, και ποιό το «ζώο» που απλά βιώνει την φύση του; Ποιός ο ευφυείς οργανισμός, που καμαρώνει για την νόηση του, την «μοναδική», όπως ισχυρίζεται, ικανότητα αντίληψης των πραγμάτων, διαπράττει ύβρη, μή σεβόμενος την φύση ενός άλλου πλάσματος, που ισοδίκαια θέλει απλά να βιώσει την δική του φύση όπως επιτάσσεται εξ άνωθεν; Και γιατί, αλήθεια;

Μα φυσικά η απάντηση είναι απλή, και μάλλον οι περισσότεροι θα την έχετε μαντέψει (θέλω να ελπίζω). Είναι αυτή η «κατάρα», το αίσθημα της εξουσίας που φωλιάζει μέσα σε όλους· εμάς τους «ευφυείς» ανθρώπους.

ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΜΕ!
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΥΠΟΤΑΓΗ!

Έχουμε βαυκαλίσει τους εαυτούς μας, θεολογικά, φιλοσοφικά και ιδεολογικά, ως ανώτερα όντα, υπεράνω των υπολοίπων έμβιων οργανισμών αυτού του πλανήτη. Πώς γίνεται λοιπόν ένα άλλο, σαφώς «κατώτερο» πλάσμα, να αψηφά την θέλησή μου; (Κάτσε να σε χαϊδέψω κωλόγατο, ή κάτσε να σε ψοφήσω!) Αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος και της όλης λανθάνουσας συμπεριφοράς μας. Αυτό είναι το μέγα πρόβλημα, στην όλη ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία που δημιουργεί.

Η ακόρεστη δίψα μας να ελέγχουμε τις ζωές, τις ενέργειες, τις σκέψεις των άλλων· ζώων κι ανθρώπων —κυρίως, ανθρώπων! Ο καθένας, που είναι, ή που νομίζουμε πως είναι, «κατώτερος» ημών, πρέπει να συμμορφωθεί σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα για το σωστό, σε όλα τα επίπεδα· αλλιώς είναι λανθάνων, και είτε το διορθώνουμε, αν αυτό είναι δυνατόν, ή... το εξαλείφουμε, χαρακτηρίζοντας το ως «ανωμαλία». (Γιατί εμείς οι άνθρωποι, είμαστε «ανώτερα» όντα, υπεράνω φύσης- Θεού!)

Κι εδώ μπαίνει «Το Δίδαγμα Μιάς Γάτας». Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, της πραγματικής ουσίας πίσω από την αδικαιολόγητη κι εγωκεντρική πράξη μου, αυτή της «προσπάθειας διόρθωσης» και μετέπειτα «εξόντωσης» του «απείθαρχου» γατιού –γιατί απλά η φύση του, δεν συμβάδιζε με την δική μου, εγωκεντρική ιδεολογία περί της φύσης του– επέφερε το όλο πρόβλημα στις αναμεταξύ μας σχέσεις.

Συνειδητοποίησα και πως το γενικότερο πρόβλημα στις ανθρώπινες κοινωνίες, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, είναι ίδιας φύσεως με αυτή που είχα με το γατί μου. Στις απανταχού κοινωνίες, ολόκληρες θεωρίες, φιλοσοφικά ρεύματα, θεολογικά δόγματα, διαστρώνουν τους ανθρώπους, τους κατηγοριοποιούν, τους διαχωρίζουν σε ομάδες. Άλλες χαρακτηρίζονται (αυθαίρετα;) ως ανώτερες, μεσαίες ή κατώτερες· χρήσιμες κι άχρηστες. Όλα αυτά προς χάριν ενός και μόνο σκοπού: της ικανοποιήσεως του αισθήματος του ανθρώπου για το «εγώ»· την εξουσία!

Έτσι γίνονται οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε έξυπνους και χαζούς· πλούσιους και φτωχούς· υγιείς κι αρρώστους· χρήσιμους κι άχρηστους· αναντικατάστατους κι αναλώσιμους· σημαντικούς κι ασήμαντους· ομοεθνείς κι αλλοδαπούς· ομόθρησκους κι αλλόθρησκους· ετερόφυλους κι ομοφυλόφιλους...

Πρέπει να αφυπνισθούμε και να επιτελέσουμε κάποτε, την αληθινή πρόοδο του ανθρώπου, προς το δικό του «τέλος», τον δικό του σκοπό, την θέοση· την αποδέσμευση με το εγώ και την ένωση με το όλον.

Αυτό μπορεί να γίνει μοναχά με κατανόηση της φύσης των ζώων, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Τον σεβασμό της παρουσίας του στις ποικίλες εκφάνσεις του –φύσει και θέσει–, στην αποδοχή της φύσης του κάθε όντως επάνω σε αυτόν τον πλανήτη ξεχωριστά.

Αντί να προσπαθούμε στην ποικιλότροπη «διόρθοση», ή «εξόντωση» κι «απάλειψη» του «μη ομαλού-φυσικού», κατά τα δικά μας, στενόμυαλα κριτήρια, θα πρέπει να μάθουμε να ενεχόμαστε και να σεβόμαστε την φύση του καθενός μας στην κοινωνία των ανθρώπων —και της φύσης γενικότερα, του τόσο λεπτεπίλεπτου, ντελικάτου κι εύθραυστου οικοσυστήματος του πλανήτη μας, μέσα στον οποίον βιώνουμε, όχι μονάχα εμείς οι άνθρωποι, αλλά κι εκατομμύρια άλλων ειδών που δέχονται άμεσα τις επιπτώσεις των απερίσκεπτων κι εγωιστικών ενεργειών μας επάνω του.

* * *

Αυτό μου δίδαξε η γάτα μου. Έκτοτε, ζούμε σε αρμονία και κατανόηση αναμεταξύ μας. Κάθε που βγαίνω στην βεράντα, κι αυτή είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, με κοιτάζει με επιφύλαξη, μα δε με φοβάται πλέον. Αρνείται πεισματικά όμως να την πλησιάσω, κι έτσι και το τολμήσω, παίρνει αμέσως επιθετική στάση, βγάζοντας συρίδα προειδοποίησης, πως εάν πλησιάσω, θα τραπεί σε φυγή.

Την ταΐζω κανονικά, μαζί με τα υπόλοιπα γατιά, και μπορώ να πω πως έχει γίνει, αν όχι το αγαπημένο, ένα από τα αγαπημένα, που σίγουρα θα ξεχωρίζει στις μελλοντικές μου αναμνήσεις, στο πλήθος των πολλών, κι ανώνυμων γατιών που έχουν περάσει, και θα περάσουν από την ζωή μου.

Κι έτσι εγώ ο άνθρωπος, ο άνω θρώσκω, έμαθα κάτι από το «κατώτερο(!)» αυτό ζώο, κι έκατσα κι έγραψα «Το Δίδαγμα Μιάς Γάτας», προς τιμήν του διδάγματός της, με την ελπίδα να διδαχθούν κι άλλοι, από την σοφία που υπάρχει έμφυτη σε όλα τα, με αγάπη δημιουργημένα, δημιουργήματα του επουράνιου Δημιουργού.


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιο του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

____________
1. Παλαιότερα διδάσκονταν πως η ετυμολογία της λέξεως «άνθρωπος» ήταν από το «άνω + θρώσκω», σήμερα, η άποψη αυτή θεωρείται παρωχημένη κι έχει αντικατασταθεί από αυτήν που λέει πως προέρχεται από το «ανήρ, ανδρός + ώψ», ό έχων όψιν ή πρόσωπον ανδρός. Παρ’ όλα αυτά, η διαμάχη συνεχίζεται χωρίς να υπάρχει βέβαιη απόδειξη για το ποια θεωρία είναι η σωστότερη.