6/29/2008

44. Μιά συνηθισμένη μετριότητα;


Μιά συνηθισμένη μετριότητα;


[...]

Το αγόρι ήταν καλό σε όλα τα παιχνίδια, πραγματικά πολύ καλό. Ήταν επίσης καλός και στα μαθήματά του· ήταν σοβαρός. Μιά μέρα, λοιπόν, ήρθε στο δάσκαλό του και του είπε: «Μπορώ να σας μιλήσω κύριε;» Ο δάσκαλος απάντησε: «Ναι, μπορούμε να κουβεντιάσουμε, πάμε έξω μιά βόλτα». Έτσι έγινε η συζήτηση. Ήταν ένας διάλογος ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή, μιά συζήτηση στην οποία υπήρχε κάποιος σεβασμός και από τις δύο πλευρές και καθώς ο εκπαιδευτικός ήταν επίσης σοβαρός, η συζήτηση ήταν ευχάριστη, φιλική κι είχαν ξεχάσει ότι ήταν δάσκαλος με μαθητή· είχε ξεχαστεί η θέση, το κύρος εκείνου που ξέρει, η αυθεντία, κι ο άλλος ήταν περίεργος να μάθει.



«Αναρωτιέμαι, κύριε, αν ξέρετε για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά, γιατί παίρνω κάποια μόρφωση, τί ρόλο θα παίξει όταν μεγαλώσω, τί ρόλο παίζω σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί είμαι υποχρεωμένος να σπουδάσω, γιατί είμαι υποχρεωμένος να παντρευτώ και ποιο είναι το μέλλον μου; Φυσικά έχω επίγνωση ότι είμαι υποχρεωμένος να σπουδάσω και να περάσω κάποιες εξετάσεις κι ελπίζω να μπορέσω να τις περάσω. Θα ζήσω ίσως κάμποσα χρόνια, μπορεί πενήντα, εξήντα ή και περισσότερα· σε όλα αυτά τα χρόνια που πρόκειται να ’ρθουν πώς θα ’ναι η ζωή η δική μου και η ζωή όλων αυτών των ανθρώπων γύρω μου; Τί πρόκειται να γίνω και ποιος είναι ο λόγος όλων αυτών των ατέλειωτων ωρών που είμαι σκυμμένος πάνω από τα βιβλία και ακούς τους δασκάλους; Μπορεί να γίνει ένας καταστροφικός πόλεμος· μπορεί όλοι να σκοτωθούμε. Αν αυτό που βρίσκεται μπροστά μας είναι ο θάνατος, τότε ποιος είναι ο λόγος όλης αυτής της μόρφωσης; Σας κάνω όλες αυτές τις ερωτήσεις πολύ σοβαρά, γιατί έχω ακούσει και τους άλλους δασκάλους και εσάς να επισημαίνετε πολλά απ’ αυτά τα πράγματα».

«Ας πάρουμε μία-μία τις ερωτήσεις. Μου έκανες πολλές ερωτήσεις, μου έβαλες διάφορα προβλήματα, γι’ αυτό ας κοιτάξουμε την πιο σημαντική –ίσως– ερώτηση: Ποιο είναι το μέλλον της ανθρωπότητας και το δικό σου; Όπως ξέρεις οι γονείς σου θέλουν να σε βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούν. Αν βρεις μιά συμπαθητική γυναίκα ίσως παντρευτείς κι εκείνοι θα σε βοηθήσουν οικονομικά για ό,τι χρειάζεται —θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Τί θα γίνεις λοιπόν; Μιά συνηθισμένη μετριότητα; Θα βρεις μιά δουλειά, θα βολευτείς κάπου έχοντας όλα τα εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα; Αυτό είναι το μέλλον σου; Φυσικά μπορεί να γίνει κάποιος πόλεμος, αλλά μπορεί και να μη γίνει· ας ελπίσουμε ότι δε θα γίνει. Ας ελπίσουμε ότι ο άνθρωπος θα φτάσεις να συνειδητοποιήσει ότι κανένα είδος πολέμου δεν πρόκειται ποτέ να λύσει κανένα ανθρώπινο πρόβλημα. Οι άνθρωποι μπορεί να εξελιχτούν, μπορεί να επινοήσουν καλύτερα αεροπλάνα και λοιπά, αλλά οι πόλεμοι δεν έλυσαν ποτέ κανένα ανθρώπινο πρόβλημα και δε θα λύσουν ποτέ. Γι’ αυτό ας ξεχάσουμε προς το παρόν ότι μπορεί να καταστραφούμε από την παραφροσύνη των υπερδυνάμεων, από την παραφροσύνη των τρομοκρατών ή του δημαγωγού κάποιας χώρας, που θέλει να καταστρέψει τους φανταστικούς εχθρούς του. Ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά προς το παρόν. Ας αναλογιστούμε ποιο είναι το μέλλον σου, ξέροντας ότι είσαι ένα κομμάτι του υπόλοιπου κόσμου. Ποιό είναι το μέλλον σου; Όπως ήδη σε ρώτησα, το να γίνεις μιά μετριότητα; Μετριότητα σημαίνει να κάνεις τη μισή διαδρομή προς την κορυφή του λόφου, τη μισή διαδρομή στα πάντα, χωρίς να φτάσεις ποτέ στην ψηλότερη κορφή του βουνού ή να βάζεις όλη σου την ενέργεια χωρίς ποτέ να αξιώσεις την τελειότητα.

»Φυσικά θα πρέπει να έχεις επίγνωση ότι θα υπάρξουν κάθε είδους εξωτερικές πιέσεις —οι πιέσεις να κάνεις ετούτο ή εκείνο, όλες τις στενόμυαλες μισαλλόδοξες θρησκευτικές πιέσεις και η προπαγάνδα. Η προπαγάνδα δεν μπορεί ποτέ να πει την αλήθεια· η αλήθεια δεν μπορεί ποτέ να προπαγανδιστεί. Ελπίζω, λοιπόν, ότι αντιλαμβάνεσαι την πίεση που σου γίνεται —πίεση από τους γονείς σου, πίεση από την κοινωνία όπου ζεις, από την παράδοση που λέει να γίνεις κάποιος επιστήμονας, να γίνεις φιλόσοφος, να γίνεις φυσικός, κάποιος που κάνει έρευνες σε οποιοδήποτε πεδίο ή να γίνεις επιχειρηματίας. Συνειδητοποιώντας όλα αυτά, πράγμα που πρέπει να γίνει στην ηλικία σου, τί θα κάνεις;

»Μιλάμε για όλα αυτά εδώ και μήνες και ίσως, αν μπορεί κανείς να το επισημάνει, έχεις συγκεντρώσει το νου σου σε όλο αυτό. Καθώς, λοιπόν, έχουμε λίγο χρόνο στην διάθεσή μας για να πάμε μιά βόλτα στον λόφο και να γυρίσουμε, σε ρωτάω –όχι σαν δάσκαλος αλλά με στοργή, σαν φίλος που αληθινά νοιάζεται– ποιό θα είναι το μέλλον σου; Ακόμη κι αν έχεις ήδη αποφασίσει να περάσεις κάποιες εξετάσεις για να κάνεις καριέρα, να έχεις ένα καλό επάγγελμα και πάλι πρέπει να αναρωτηθείς: Φτάνει αυτό; Ακόμη κι αν έχεις μιά καλή δουλειά, μιά ζωή ίσως αρκετά ευχάριστη, και πάλι θα έχεις ένα σωρό φασαρίες και προβλήματα. Κι αν αποχτήσεις οικογένεια ποιό θα είναι το μέλλον των παιδιών σου; Αυτή είναι μιά ερώτηση που πρέπει να την απαντήσεις μόνος σου και ίσως μπορούμε να την κουβεντιάσουμε. Πρέπει να συλλογιστείς το μέλλον των παιδιών σου, όχι μόνο το δικό σου μέλλον, και πρέπει να συλλογιστείς το μέλλον της ανθρωπότητας ξεχνώντας ότι είσαι Γερμανός, Γάλλος, Άγγλος ή Ινδός.

»Ας το κουβεντιάσουμε, αλλά σε παρακαλώ να έχεις υπόψη σου ότι δε σου λέω τι πρέπει να κάνεις. Μόνο οι ανόητοι συμβουλεύουν, γι’ αυτό δεν κάνω κάτι τέτοιο. Απλώς αναρωτιέμαι φιλικά, πράγμα που ελπίζω να το καταλαβαίνεις· δεν σε σπρώχνω σε κάτι, δεν σου δίνω κατευθύνσεις, δεν προσπαθώ να σε πείσω. Ποιό είναι το μέλλον σου λοιπόν; Θα ωριμάσεις γρήγορα, αργά, ευγενικά, ευαίσθητα; Ακόμη κι αν είσαι πρώτης τάξεως επαγγελματίας, κατά τ’ άλλα θα είσαι μιά μετριότητα; Μπορεί να ξεχωρίζεις, μπορεί να είσαι πολύ-πολύ καλός σε ό,τι κι αν κάνεις, αλλά εγώ μιλάω για την μετριότητα του νου, της καρδιάς, με την μετριότητα ολόκληρης της ύπαρξής σου».

«Πραγματικά, κύριε, δεν ξέρω πως ν’ απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Δεν με έχουν απασχολήσει και πάρα πολύ, αλλά όταν με ρωτάνε αν πρόκειται να γίνω μιά μετριότητα σαν τον υπόλοιπο κόσμο, σίγουρα νιώθω ότι δεν θέλω να γίνω κάτι τέτοιο. Επίσης έχω επίγνωση της έλξης που ασκεί ’πάνω μου ο κόσμος. Κι επίσης βλέπω ότι ένα κομμάτι μου τα θέλει όλα όσα προσφέρει. Θέλω να διασκεδάζω, να περνάω καλά, αλλά η άλλη πλευρά μου βλέπει και τον κίνδυνο όλων αυτών, τις δυσκολίες, τις παρορμήσεις, τους πειρασμούς. Έτσι, πραγματικά δεν ξέρω πού θα καταλήξω. Κι ακόμα, όπως επισημάνατε, μερικές φορές δεν ξέρω κι εγώ ο ίδιος τι είμαι. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν θέλω πραγματικά να γίνω μιά μετριότητα με μίζερο νου και μίζερη καρδιά, έστω κι αν έχω ένα μυαλό που μπορεί νά ’ναι ιδιαίτερα έξυπνο.

»Μπορεί να μελετήσω διάφορα βιβλία και ν’ αποκτήσω πάρα πολλές γνώσεις, αλλά και πάλι να είμαι ένας στενόμυαλος και στενόκαρδος άνθρωπος. Η λέξη «μετριότητα» που χρησιμοποιήσατε, κύριε, είναι πάρα πολύ καλή κι όταν την σκέφτομαι τρομάζω —όχι από τη λέξη, αλλά από όλες τιε συνέπειες όσων μου δείξατε. Πραγματικά δεν ξέρω και ίσως συζητώντας μαζί σας να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Δεν μπορώ να μιλάω έτσι άνετα με τους γονείς μου. Ίσως είχαν τα ίδια προβλήματα με ’μένα· μπορεί να είναι πιο ώριμοι σωματικά, αλλά ίσως να είναι στην ίδια θέση που είμαι κι εγώ. Αν μου επιτρέπεται, κύριε, θα σας παρακαλούσα να βρούμε μιά ευκαιρία να ξανακουβεντιάσουμε. Πραγματικά νιώθω αρκετά τρομαγμένος, ανήσυχος, φοβισμένος για το αν έχω τη ικανότητα να έρθω σε επαφή με όλα αυτά, να τα αντιμετωπίσω, να τα περάσω και να μην καταντήσω μιά μετριότητα».



[...]

«Χαίρομαι που ήρθες από μόνος σου χωρίς να σε καλέσει κανείς κι αν ίσως έχεις διάθεση, μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση για το τί είναι μετριότητα και για το μέλλον της ζωή σου», [είπε ο δάσκαλος στον μαθητή, όταν τον ξαναεπισκέφτηκε.] «Μπορεί να έχει κανείς μιά εξαιρετική σταδιοδρομία· δε λέμε ότι η μετριότητα υπάρχει πάντα από επαγγελματική πλευρά· ένας καλός μαραγκός μπορεί να μην είναι μετριότητα στη δουλειά του, αλλά μπορεί να είναι στην καθημερινή εσωτερική ζωή του, στην ζωή με τη γυναίκα του και με την οικογένειά του. Τώρα κατανοούμε και οι δύο τη σημασία αυτής της λέξης και θα πρέπει να εξερευνήσουμε μαζί το βάθος της. Μιλάμε για εσωτερική μετριότητα, ψυχολογικές συγκρούσεις, προβλήματα και βάσανα. Μπορεί να υπάρχουν σπουδαίοι επιστήμονες, που ωστόσο εσωτερικά ζούνε μιά ζωή μετριότητας. Πώς θά ’ναι, λοιπόν, η δική σου ζωή;

»Από μιά πλευρά είσαι ένας έξυπνος μαθητής, άλλα σε τί θα χρησιμοποιήσεις το μυαλό σου; Δε μιλάμε για τη σταδιοδρομία σου, αυτή θά ’ρθει αργότερα· εκείνο για το οποίο θα πρέπει να νοιαστούμε είναι ο τρόπος με τον οποίο πρόκειται να ζήσεις. Φυσικά δεν πρέπει να γίνεις ένας εγκληματίας, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Αν είσαι συνετός δεν πρόκειται να γίνεις κακοποιός· παραείναι επιθετικοί. Το πιθανότερο είναι να βρεις μιά εξαιρετική δουλειά και να είσαι εξαιρετικός σε οτιδήποτε διαλέξεις να κάνεις. Ας τ’ αφήσουμε, λοιπόν, προς το παρόν, κατά μέρος αυτό· μέσα σου, όμως, τί είδους ζωή θα ζείς; Εσωτερικά ποιό είναι το μέλλον σου; Θα γίνεις σαν τον υπόλοιπο κόσμο που κυνηγάει συνέχεια την ευχαρίστηση, που πάντα έχει έγνοιες με ένα σωρό ψυχολογικά προβλήματα;»

«Προς το παρόν, κύριε, δεν έχω άλλα προβλήματα εκτός από το πρόβλημα των εξετάσεων και της κούρασής τους. Αλλιώς μοιάζει να μην έχω προβλήματα. Υπάρχει κάποια ελευθερία. Νιώθω ευτυχισμένος· νέος. Όταν βλέπω τους μεγάλους αναρωτιέμαι αν θα γίνω κι εγώ έτσι. Μοιάζουν να έχουν πετυχημένες σταδιοδρομίες ή να έχουν καταφέρει εκείνο που ήθελαν, αλλά παρ’ όλα αυτά γίνονται μελαγχολικοί, βαριοί και δείχνουν να μην έχουν αγγίξει τις βαθύτερες ιδιότητες του μυαλού. Σίγουρα θα ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Δεν είναι φιλοδοξία. Θέλω να έχω μιά καλή σταδιοδρομία κι όλα αυτά, αλλά σίγουρα δε θέλω με κανέναν τρόπο να γίνω σαν αυτούς τους μεγάλους, που μοιάζουν να έχουν χάσει όσα του άρεσαν».

«Μπορεί να μη θέλεις να γίνεις σαν κι αυτούς, αλλά η ζωή είναι πολύ απαιτητικό και σκληρό πράγμα, δεν θα σ’ αφήσει ήσυχο. Θα έχεις μεγάλη πίεση από την κοινωνία, είτε ζεις εδώ είτε ζεις στην Αμερική ή σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Θα πιέζεσαι συνέχεια να γίνεις σαν τους υπόλοιπους και αν δεν παντρευτείς κι αυτό μπορεί να σου δημιουργήσει προβλήματα. Πρέπει να καταλάβεις ότι η ζωή είναι πολύ περίπλοκη υπόθεση —όχι απλώς ξεροκέφαλα να κυνηγάς αυτό που θέλεις. Όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι θέλουν να γίνουν κάτι: δικηγόροι, μηχανικοί, πολιτικοί και λοιπά· υπάρχει η παρόρμηση, η ώθηση της φιλοδοξίας για δύναμη και χρήμα. Απ’ αυτό είναι που έχουν περάσει οι μεγάλοι για τους οποίους μιλάς. Έχουν φθαρεί από τη συνεχή σύγκρουση, από τις ίδεις τις επιθυμίες τους. Δες το, δες τους ανθρώπους γύρω σου. Είναι όλοι μέσα στην ίδια βάρκα. Μερικοί εγκαταλείπουν τη βάρκα και περιπλανιούνται ατέλειωτα ώσπου να πεθάνουν. Μερικοί αναζητούν κάποια ήσυχη γωνιά της γης και αποσύρονται· μερικοί μπαίνουν σε κάποιο μοναστήρι, γίνονται μοναχοί διαφόρων ειδών και δίνουν απελπισμένους όρκους. Η τεράστια πλειοψηφία, εκατομμύρια κι εκατομμύρια, ζούνε μιά πολύ ασήμαντη ζωή με πολύ περιορισμένους τους ορίζοντές τους. Έχουν τις χαρές και τις λύπες τους και μοιάζει να μην ξεφεύγουν ποτέ απ’ αυτές ή να τις κατανοούν και να πηγαίνουν πέρα απ’ αυτές.

»Ξαναρωτάμε, λοιπόν, ο ένας τον άλλο: Ποιό είναι το μέλλον μας και ειδικότερα ποιό είναι το μέλλον σου; Φυσικά είσαι πάρα πολύ νέος για να πας πολύ βαθιά στο ερώτημα, γιατί η νεότητα δεν έχει καμιά σχέση με την ολική κατανόηση αυτής της ερώτησης. Μπορεί να γίνεις αγνωστικιστής· οι νέοι δεν πιστεύουν σε τίποτα, αλλά όσο μεγαλώνει κανείς στρέφεται σε κάποια μορφή θρησκευτικής πρόληψης, σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα, σε κάποια θρησκευτική πίστη. Η θρησκεία δεν είναι όπιο, αλλά οι άνθρωποι έχουν κάνει την θρησκεία σαν κι αυτούς, τυφλό βόλεμα και επομένως ασφάλεια. Έχουν κάνει τη θρησκεία κάτι εντελώς βλακώδες κι ανέφικτό κι όχι κάτι που μπορείς να ζήσεις μαζί του. Πόσο χρόνων είσαι;»

«Θα γίνω δεκαεννιά, κύριε. Η γιαγιά μου μου άφησε κάτι για όταν συμπληρώσω τα είκοσι ένα χρόνια μου κι ίσως μπορέσω, προτού πάω στο Πανεπιστήμιο, να ταξιδέψω και να δω διάφορα μέρη. Αλλά πάντα θα κουβαλάω αυτή την ερώτηση μαζί μου όπου κι αν είμαι, όποιο κι αν είναι το μέλλον μου. Μπορεί να παντρευτώ, πιθανώς να το κάνω, και ν’ αποκτήσω παιδιά, οπότε το μεγάλο ερώτημα ξαναπαρουσιάζεται: Ποιό θά ’ναι το μέλλον τους; Κατά κάποιον τρόπο έχω επίγνωση του τι κάνουν οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο. Είναι μιά άσχημη ιστορία όσο με αφορά κι έτσι νομίζω πως δεν θα γίνω πολιτικός. Γι’ αυτό είμαι αρκετά σίγουρος, αλλά θέλω μιά καλή δουλειά. Θέλω να δουλέψω με τα χέρια μου και το μυαλό μου, αλλά το ερώτημα είναι πώς δε θα γίνω μιά μετριότητα όπως το ενενήντα εννιά τοις εκατό του κόσμου. Γι’ αυτό, κύριε, τί πρέπει να κάνω; Α, ναι· ξέρω και για τις εκκλησίες και τους ναούς κι όλα αυτά που είπατε· δε με έλκουν. Μάλλον με κάνουν να επαναστατώ όλα αυτά —οι παπάδες η ιεραρχία της εξουσίας, αλλά πως θα εμποδίσω τον εαυτό μου να γίνει μιά κοινή, συνηθισμένη μετριότητα;»

«Αν μου επιτρέπεις να σου κάνω μιά υπόδειξη, ποτέ και σε καμιά περίπτωση να μη ρωτάς "πώς". Όταν χρησιμοποιείς τη λέξη "πώς", στην πραγματικότητα θέλεις να σου πει κάποιος τι να κάνεις, θέλεις κάποιον οδηγό, κάποιο σύστημα· θέλεις κάποιον να σε πάρει από το χέρι κι έτσι χάνεις την ελευθερία σου, την ικανότητά σου να παρατηρείς, τη ζωτικότητά σου, τις σκέψεις σου, το δικό σου τρόπο ζωής. Όταν ρωτάς "πώς", γίνεσαι πραγματικά ένα ανθρώπινο πλάσμα από δεύτερο χέρι· χάνεις την ακεραιότητά σου και την εσωτερική τιμιότητα να παρατηρείς τον εαυτό σου, να είσαι αυτό που είσαι και να πηγαίνεις πέρα και πάνω απ’ αυτό που είσαι. Ποτέ μα ποτέ να μην ρωτάς "πώς".

»Φυσικά μιλάμε για το ψυχολογικό επίπεδο. Πρέπει να ρωτάς "πώς" όταν πρόκειται να συναρμολογήσεις μιά μηχανή ή να δουλέψεις ένα κομπιούτερ. Είσαι υποχρεωμένος να μάθεις κάτι γι’ αυτά από κάποιον. Αλλά μπορείς να είσαι ψυχολογικά ελεύθερος και γνήσιος, μόνο όταν έχεις επίγνωση του τί γίνεται μέσα σου, όταν παρακολουθείς τις σκέψεις σου και δεν αφήνεις ούτε μιά σκέψη να σου ξεφύγει χωρίς να παρατηρείς τη φύση της, την πηγή της. Να παρατηρείς, να παρακολουθείς. Κανείς μαθαίνει για τον εαυτό του πολύ περισσότερα παρατηρώντας τον παρά από βιβλία ή από κάποιο ψυχολόγο ή από κάποιο πολύπλοκο, έξυπνο, πολυμαθή στοχαστή καθηγητή.

»Θά ’ναι πολύ δύσκολα, φίλε μου. Μπορεί να γίνεις κομμάτια από πολλές πλευρές. Υπάρχουν πολλοί, όπως του λένε, πειρασμοί: βιολογικοί, κοινωνικοί και μπορεί να γίνεις κομμάτια από τη σκληρότητα της κοινωνίας. Φυσικά θα πρέπει να αντέξεις μόνος σου, αλλά αυτό δεν μπορεί να έρθει σαν αποτέλεσμα δύναμης, αποφασιστικότητας ή επιθυμίας, αλλά όταν αρχίσεις να βλέπεις τα ψεύτικα πράγματα γύρω σου και μέσα σου: τα συναισθήματα, τις ελπίδες. Όταν αρχίσεις να βλέπεις εκείνο που είναι ψεύτικο, τότε αρχίζει να υπάρχει επίγνωση, νοημοσύνη. Είσαι υποχρεωμένος να είσαι το φως του εαυτού σου κι αυτό είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη ζωή».

«Κύριε, τα κάνατε όλα να μοιάζουν τόσο πολύ δύσκολα, τόσο πολύ περίπλοκα, τόσο πολύ τρομαχτικά, που φοβίζουν».

«Απλώς σου τα επισημαίνω. Αυτό δεν πάει να πει ότι τα γεγονότα χρειάζεται να μας φοβίζουν. Τα γεγονότα είναι εκεί για να τα παρατηρούμε. Αν τα παρατηρείς δε σε φοβίσουν ποτέ. Τα γεγονότα από μόνα τους δεν είναι τρομαχτικά. Αλλά αν θέλεις να τα αποφύγεις, να του γυρίσεις την πλάτη και να το βάλεις στα πόδια, τότε αυτό είναι που φέρνει φόβο. Δεν φέρνει φόβο το να σταθείς εκεί, να δεις πως ό,τι έχεις κάνει ίσως δεν είναι εντελώς σωστό, να ζήσεις με αυτό το γεγονός και να μην το ερμηνεύσεις ανάλογα με το τί σε ευχαριστεί κι ανάλογα με το τί σε βολεύει. Η ζωή δεν είναι πολύ απλή. Μπορεί κανείς να ζει απλά, αλλά η ίδια η ζωή είναι κάτι αχανές, κάτι πολυσύνθετο. Απλώνεται από ορίζοντα σε ορίζοντα. Μπορεί να ζεις έχοντας λίγα ρούχα και τρώγοντας μιά φορά την ’μέρα, αλλά αυτό δεν είναι απλότητα. Νά ’σαι απλός, λοιπόν, μη ζεις με πολύπλοκο τρόπο, αντιφατικά και λοιπά, μόνο να είσαι απλός μέσα σου... Σήμερα το πρωί έπαιζες τένις. Σε παρακολουθούσα και μοιάζεις να είσαι αρκετά καλό. Ίσως ξανασυναντηθούμε. Αυτό εξαρτάται από ’σένα».

«Σας ευχαριστώ κύριε».



«Εις Εαυτόν (Το τελευταίο ημερολόγιο του Κρισναμούρτι
Συγγραφέας: Κρισναμούρτι
Εκδόσεις: Καστανιώτη
ISBN: 960-03-3708-X
Αρ. σελίδων: 176


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/26/2008

43. Οι Ταμπέλες Κι Εγώ


Οι Ταμπέλες Κι Εγώ


Αφιερωμένο σε όλους όσους νιώθουν την προσωπικότητά τους να έχει καταπατηθεί από τις ταμπέλες των άλλων.


[κλικ στην φωτό για μεγαλύτερη προβολή]


Βγάλε τις ταμπέλες από το μυαλό σου!
Δες τους συνανθρώπους σου όπως είναι!


Υ.Γ.: Το πρόσωπό μου έχει λογοκριθεί για ευνόητους λόγους, που φαντάζομαι, δεν χρειάζονται εξήγηση.


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/21/2008

42. Εις εαυτόν (β’)


Εις εαυτόν (β’)


Σήμερα είναι μία καταπληκτική ημέρα. Ο ήλιος μεσουρανεί και κυριολεκτικά καίει τα πάντα. Η θερμοκρασία στο θερμόμετρο της βεράντας του σπιτιού όπου ζω, λέει τριάντα τέσσερις βαθμούς Κέλσιου υπό σκιάν· φαντάσου έξω ντάλα στον ήλιο τί γίνεται.

Μου αρέσει όταν κάνει ζέστη (καύσωνα το λένε θαρρώ) το καλοκαίρι. Εάν δεν κάνει καύσωνα, αν δεν ιδρώσω και μουσκέψω και νιώσω τα εσώρουχα να κολλάνε κυριολεκτικά πάνω στο σώμα, και τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπό μου, νιώθω πως δεν είναι καλοκαίρι. Αντιστρόφως, τον χειμώνα θέλω κρύο, θέλω βροχές, ανέμους και χιόνια. Και παρ’ όλο που αυτά τα φαινόμενα κάνουν «δύσκολη» την ζωή μας, εγώ τα λατρεύω. Γιατί τί θα ήταν οι ημέρες μας εάν δεν είχαν κάτι το διαφορετικό κάθε φορά· αν ήταν όλες ίδιες κι απαράλλαχτες;

Ο ουρανός είναι γαλάζιος· όχι τυχαία, αλλά αυτή η φανταστική, υπέροχη γαλάζια απόχρωση που έκανε, μαζί με το μπλε της θάλασσας, τον Ελύτη να γράψει τον γνωστό στοίχο: «Θεέ μου, πόσο μπλε ξόδεψες για να μην σε βλέπουμε». Σε καταλαβαίνω τώρα ποιητή, σε νιώθω. Ο ήλιος όπως προείπα μεσουρανεί και τα κάνει όλα φωτεινά κι όμορφα, ενώ το μελτέμι που φυσάει από τ’ ορθάνοιχτο παράθυρο, δροσίζει ευχάριστα το γυμνό μου σώμα, καθώς κάθομαι μέσα στην σκιά του σπιτιού και γράφω αυτές τις αράδες· σε τέτοιο βαθμό, που έχω κλείσει τον ανεμιστήρα. Από το παράθυρο, βλέπω και μικρά-μικρά, λευκά μπαμπακένια συννεφάκια (που τυγχάνει να είναι τα αγαπημένα μου). Είναι καλοκαίρι, κάνει ζέστη, κι είμαι ευτυχισμένος —απολαμβάνω την στιγμή!



Νωρίτερα το μεσημεράκι, κατά της μία, κατέβηκα στην πόλη για ν’ αγοράσω λίγο ψωμί. Συνήθως φτιάχνω δικό μου ψωμί στο σπίτι, όχι με τα χέρια βέβαια, αλλά με την βοήθεια μίας ψωμιέρας. Λατρεύω να φτιάχνω το δικό μου, μαύρο ψωμί ολικής αλέσεως. Έχει άλλη γεύση· άλλο «βάρος». Όμως, σήμερα είχα όρεξη για αυγουλάκια, και για κάποιον λόγο, με τα αυγά θέλω λευκό, μαλακό κι αφράτο ψωμάκι. Όπερ και εγένετο. Άφησα το μηχανάκι στα πέριξ της πόλης και βρέθηκα να περπατάω μέχρι το κέντρο, κι από εκεί στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές που είναι γεμάτες πολυώροφες πολυκατοικίες.

Γενικώς περπατάω αρκετά, σχεδόν κάθε ημέρα, παρά τα πάρα πολλά κιλά που βαραίνουν το σώμα μου. Φοράω ένα κοντό σορτσάκι, μία κοντομάνικη μπλούζα, καπελάκι για τον ήλιο και τον ιδρώτα του προσώπου, ανά χείρας το no-brand MP3 player, και με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά περιδιαβαίνω τους δρόμους της πόλης. Η Ξάνθη, ως πόλη γενικά, είναι αρκετά φιλική προς τους πεζοπόρους· εξαιρέσεις βέβαια, οι γνωστή απερίσκεπτοι που αφήνουν τα αυτοκίνητά τους ακριβώς μπροστά στις διαβάσεις —έστω!

Σήμερα λοιπόν, έτυχε να περιδιαβαίνω τις συνοικίες κατά την ώρα που στα περισσότερα σπίτια, οι νοικοκυρές ετοιμάζουν το μεσημεριανό φαγητό της οικογένειας, κι έτσι κάθε δρόμος μοσχομύριζε. Αλλού η μυρουδιά από κεφτέδες στον φούρνο, αλλού κολοκυθάκια να τηγανίζονται μαζί με ηχητική υπόκρουση την τηλεόραση που έχει μεσημεριανές εκπομπές κουτσομπολιού –κάπως να περνάει η ώρα μέχρι να τελειώσει το μαγείρεμα–, αλλού πιπεριές γεμιστές —που τυγχάνει να είναι κι από τα’ αγαπημένα μου καλοκαιρινά πιάτα.

Στον δρόμο, τα πιτσιρίκια εκμεταλλεύονται στο ακέραιο τις τελευταίες ελεύθερές τους στιγμές, προτού οι μητέρες τους αρχίσουν να τα καλούν για να κάτσουν στο τραπέζι. Υπέροχα πλάσματα. Αγόρια με κοντά σορτσάκια κι αμάνικες μπλούζες να τρέχουν πίσω από μία μπάλα ή να κάνουν βόλτες με τα ποδήλατα· κοριτσάκια με κοντές φουστίτσες να παίζουν λάστιχο –παίζεται ακόμη αυτό το παιχνίδι στις ’μέρες μας!–, ή να ξεφυλλίζουν περιοδικά. Ανέμελα πλασματάκια που τα βιάζουμε με τα άγχη μας, τις βλακείες μας και που τα μεγαλώνουμε πρόωρα —απολαύστε την κυνηγημένη παιδικότητά σας, παίξετε, γελάστε, τρέχτε όσο μπορείτε!



Η ώρα έχει πάει δύο παρά κι έχω μουσκέψει από τον ιδρώτα, στο MP3 player, την σκυτάλη μετά τον Μαρίνο παίρνει ο Ισραηλινός που φέτος αδικήθηκε, κατά την ταπεινή μου άποψη, μιάς κι είχε καθαρή, κρυστάλλινη φωνή κι εκφραστικότητα. Στον δρόμο του γυρισμού παρατηρώ πως οι ομάδες των πιτσιρικάδων έχουν διαλυθεί κι εξαφανιστεί· μόνο λίγα «αδέσποτα» έχουν μείνει στον δρόμο. Συνεχίζω να περπατάω.

Το τραγούδι σταματάει κι ακολουθεί μιά σύντομη παύση μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο. Μία ψιλή φωνή από κάποιο κοντινό μπαλκόνι αποσπά την προσοχή μου.

«Λάκηηη!» φωνάζει μιά γυναίκα από το μπαλκόνι, με την οποία συμμερίζομαι την αμετροέπεια στο φαγητό. Είναι ιδρωμένη και δείχνει κουρασμένη. Από μιά πιλοτή πετάγεται ένα αγοράκι οχτώ με εννιά ετών. Έχει γλυκά χαρακτηριστικά κι αντιλαμβάνομαι πως θα γίνει όμορφος άνδρας όταν μεγαλώσει. Η μητέρα τον βλέπει. «Ακόμη εκεί ’σαι που να πάρ’ η οργή!» φωνάζει αγανακτισμένα. «Τσακίσου ’πάνω γρήγορα μη’ σε κάνω τόπι στο ξύλο», συνεχίζει. Ο μικρός καταλαβαίνει πως δεν τον παίρνει άλλο. Κάτι γυρίζει και ψιθυρίζει σε κάποιον άλλον που δεν φαίνεται κρυμμένος κάτω από την σκιά της πιλοτής· χαιρετάει και τρέχει στην πιλοτή της πολυκατοικίας όπου διαμένει και χάνεται από τα μάτια μου. Γυρίζω να δω και βλέπω πως η γυναίκα έχει κι αυτή αποσυρθεί στα ενδότερα και την δροσιά του σπιτιού.

Οι μυρουδιές εξακολουθούν να μου τσακίζουν την μύτη· από κάθε σπίτι, από κάθε ανοιχτή μπαλκονόπορτα βγαίνει και μία θεσπέσια μυρουδιά. Στο MP3 player ξεκινάει ο Πλιάτσικας, τον σταματάω όμως· θέλω ν’ ακούω τους ήχους στις γειτονιές των ανθρώπων. Δεν απογοητεύομαι. Οι μυρουδιές γίνονται πλέον τρισδιάστατες, τώρα που προστέθηκε ο ήχος από πιρουνιά που χτυπάνε στα πιάτα, ποτήρια να τσουγκρίζουν, και μερικά «καλή όρεξη», μερικά «γιάμ! πεινάωωω!», ένα: «μα δεν θέλω μπάμιες!» που ακούγονται από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες.

Όπως πάντα, όταν περπατάω εξαφανίζομαι, χάνομαι στις σκέψεις μου. Οι τοίχοι των πολυκατοικιών έχουν εξαφανιστεί, έχουν εξαϋλωθεί. Βλέπω μονάχα φιγούρες. Οικογένειες, δεκάδες οικογένειες· εκατοντάδες! Γυναίκες, μητέρες που σερβίρουν το φαγητό που μαγείρεψαν με αγάπη —όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί το ήθελαν.

Ξύπνησαν από το πρωί, ετοίμασαν το σπίτι, έντυσαν τα παιδιά, ξεπροβόδισαν τους άνδρες. Σαββάτο, ημέρα παζαριού. Κατέβηκαν με τέτοια ζέστη στο παζάρι και στην λαϊκή για ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Γέλασαν με τις φίλες που συνάντησαν, έκαναν παράπονα στον μανάβη για την τιμή της μελιτζάνας («Στον Ευαγγελάτο είπαν πως την αγοράζετε είκοσι λεπτά! Γιατί τις έχετε δύο ευρώ;!» «Άμα δε σ’ αρέσει μαντάμ να μην ψωνίζεις από ’δώ!»), μάλωσαν με τον αθίγγανο που επέμενε να πουλήσει της σαγιονάρες δέκα ευρώ και δεν τις έδινε για οχτώ. Γύρισαν σπίτι φορτωμένες πράγματα και με τέτοια ζέστη, έβρασαν και τηγάνισαν σε πυρακτωμένα μάτια, περιμένοντας την ώρα που όλη η οικογένεια θα μαζευτεί για το μεσημεριανό φαγητό. Κι όλα αυτά με μόνο μιά σκέψη στο μυαλό: να ευχαριστηθούν αυτοί που αγαπάνε.

Σκέφτομαι τον μικρό Λάκη. Αν τρώει το φαγάκι του κι αν του αρέσει αυτό που μαγείρεψε η μανούλα. Αν τρώει με δυσκολία το φαγητό του, σπάζοντας της τα νεύρα, αναγκάζοντάς την να του λέει συνέχεια: «Φάε το φαγητό σου που να πάρ’ η οργή!» ή αν είναι το ανάποδο, και πρέπει συνεχώς να του λέει να μασουλάει πιο αργά και να μην καταπίνει αμάσητες τις μπουκιές του. Βλέπω λίγο στο μέλλον. Το φαγητό τελείωσε. Τώρα η γυναίκα, η σύζυγος και μητέρα, πρέπει να πλύνει τα πιάτα και τα κατσαρολικά. Ο άνδρας άραγε της είπε τουλάχιστον ένα ευχαριστώ, ένα μπράβο; Της έδωσε ένα φιλί; Ο μικρός ο Λάκης, γδύθηκε κι έπεσε χορτασμένος στα φρεσκαρισμένα σεντόνια του κρεβατιού του; Είναι ευτυχισμένος που έχει μιά μητέρα που μπαίνει στον κόπο να του φωνάζει δυνατά και να του λέει πως θα τον κάνει τόπι στο ξύλο· που του έπλυνε τα ρούχα, του σιδέρωσε τα εσώρουχα, του έστρωσε το κρεβάτι, του ψώνισε το αγαπημένο του γιαούρτι με τις μικρές-μικρές εκπληξούλες στον πάτο του κεσέ, κι ας είναι μισό ευρώ πιο ακριβή η συσκευασία;



Το γενικεύω και σκέφτομαι όλες της μητέρες του κόσμου. Όλες αυτές τις υπέροχες κι ακούραστες φιγούρες, που τόσο πολύ έχουμε μάθει να αμελούμε και να τις θεωρούμε δεδομένες. Έπρεπε να έλθει επιτέλους η εποχή της χειραφέτησης της γυναίκας, για να θυμηθούμε, να δούμε και να αναγνωρίσουμε οι άνδρες και τα παιδιά την απίστευτή ενέργεια και εργατικότητά τους, την «ιερή» αφοσίωση με την οποίαν αφιερώνονται στην υπηρεσία των πιο απλών, και συνάμα, των πιο σημαντικών αναγκών μας. Ξυπνούνε πρώτες, ετοιμάζουν πρωινό, στρώνουν τα κρεβάτια, βάζουν το ένα πλυντήριο μετά το άλλο, ξεσκονίζουν και πλένουν το σπίτι, ψωνίζουν και μαγειρεύουν, κανακεύουν τα παιδιά, και τέλος, προσφέρονται στον άνδρα τους. Θα εκτιμήσουν τουλάχιστον την προσφορά, ή θα της πούνε: «πως έγινες έτσι μωρή σαν φακλάνα;» και θα βρουν το βράδυ να βρούνε κάνα «πουστράκη» να τους πάρει μία πίπα;

Η φύση ευλόγησε τις γυναίκες με το χάρισμα να φέρνουν παιδιά στον κόσμο, κι όσο κι αν προοδέψει (επιτέλους) η λογική του άνδρα, όσο καλός πατέρας να είναι, και να λατρεύει τα παιδιά του, δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει την αυτοθυσία μιάς μάνας που επί εννέα μίνες κουβαλούσε ένα παιδί στα σπλάχνα της.

Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες ήσαν μητριαρχικές. Ποιός «πρωτόγονος» άνδρας δεν ένοιωθε δέος μπροστά στην γυναίκα-«θεά», που εν μία νυκτή έφερνε στην φυλή, στον κόσμο, έναν νέο άνθρωπο; Το πώς γύρισε καπάκι και η κοινωνία έγινε ανδροκρατούμενη, είναι άλλο θέμα, αν και δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε. Έστω, η σύγχρονη κοινωνία κινείται πάλι προς την σωστή κατεύθυνση —κι άς έχει δρόμο ακόμη.

Σκέφτομαι τις μανάδες, τις μητέρες όλης της γής. Σε κάθε γωνιά του κόσμου είναι παρούσα: Στην Ιαπωνία ετοιμάζει βραδινό, στην Αμερική το πρωινό, στην Τουρκία η «τουρκάλα» μάνα μεγαλώνει τα επτά τουρκάκια της, η Ισραηλινή μάνα το δικό της, η παλαιστίνια το ίδιο. Όλες οι μανάδες του κόσμου είναι ίδιες στην αγάπη που τρέφουν στα παιδιά τους. Μπορεί οι εκφάνσεις αυτής της αγάπης να ποικίλουν, μα έχουν την ίδια ουσία.

Οι μάνα η χοντρή· η μάνα η κοντή· η μάνα η «άσχημη», με τις ελιές σ’ όλο της το πρόσωπο· η μάνα με τα λιγδωμένα μαλλιά σε κότσο («δεν πρόλαβα να λουστώ»)· η μάνα η κουκλάρα που κάνει peeling· η μάνα η καριερίστρια που δεν προλαβαίνει να περάσει από τον παιδικό σταθμό· η μάνα η κομπλεξική· η μάνα με το «οιδιπόδειο» στραμμένο στο παιδί της· η μάνα η «παιδεράστρια», που καμιά άλλη γυναίκα δεν είναι άξια για το παιδί της, κανένας άνδρας άξιος για την κόρη της· η μάνα η Μήδεια· η μάνα η Πηνελόπη. Η μάνα μου, η μάνα σου, η μανάδες μας!



Περπατάω και βγαίνω πια από την κατοικημένη ζώνη· σε λίγο θα φτάσω εκεί όπου έχω παρκάρει το μηχανάκι μου. Έχω συγκινηθεί. Από μικρός έχω [το χάρισμα(;)] [την κατάρα(;)] να μπορώ με «ευκολία» να μπαίνω συναισθηματικά στην θέση του άλλου. Μπορώ πολύ εύκολα να νιώσω την χαρά ενός παιδιού που του πήρανε το δώρο που ήθελε, ή την θλίψη ενός ανθρώπου που έχασε κάτι που αγαπά και να δακρύσω μαζί του. Νιώθω και βιώνω την αγάπη που υπάρχει σ’ αυτές τις άθλιες και ψυχοφθόρες τσιμεντογειτονιές. Τις ασφυχτικά γεμάτες, όπου κάποιος χτυπάει εκνευρισμένα με το σκουπόξυλο και φωνάζει πως θέλει ησυχία για να κοιμηθεί, την ώρα που κάποιο ανερμάτιστο αγόρι περνάει απ’ έξω με την κομμένη εξάτμιση στο μηχανάκι, και την γριά στο ισόγειο που πάσχει από γεροντική ανία. Έχω διαποτιστεί, και σαν σφουγγάρι έχω κλέψει λίγο από την αύρα τους.

Νιώθω τον πόνο των γυναικών, την ανησυχία τους, το καθημερινό τους άγχος να είναι σωστές σε όλα: Να είναι καλή μάνα, νοικοκυρά, εργαζόμενη κι ερωμένη. Αισθάνομαι τον πόνο που νιώθουν οι μητέρες όταν χάνουν το παιδί τους. Το πόνο της μάνας που της ανακοινώνουν πως το παιδί της σκοτώθηκε, γιατί δεν φορούσε κράνος· τις τύψεις που την λιώνουν που ενέδωσε και του πήραν το (γαμημένο!) μηχανάκι. Τον πόνο της μάνας που κάποιος της το πήρε, κι αφού πρώτα του φόνευσε την ψυχή, του αφαίρεσε την ζωή. Τον πόνο της μάνας που το παιδί της θα πάει να σκοτωθεί σε ξένη χώρα για να υπερασπιστεί τα πετρελαϊκά συμφέροντα κάποιας πολυεθνικής...

Συνειδητοποιώ την ιερότητά τους, το μεγαλείο τους, μα είν’ αργά. Έφτασα στο μηχανάκι μου. Ανοίγω το κασελάκι που είναι από πίσω, κι αφού εναπόθεσα μέσα του το ψωμί, έβαλα ’μπρός και ξεκίνησα για το σπίτι.

Εκεί θα μαγειρέψω μόνος και θα φάω μόνος. Η μητέρα που με γέννησε έχει κοντά τρεισήμισι χρόνια που τέλειωσε το ταξίδι της σ’ αυτή την γη. Άλλοτε νιώθω πως είναι σαν ’χθές που έφυγε, και πώς να, θα φανεί και θα με κράξει που έκανα χάλια πάλι την κουζίνα. Άλλες φορές νιώθω πως είναι σαν να μην ύπαρξε ποτέ στην ζωή μου, πως πάντα ήμουνα μόνος.

Φτάνει όμως το μελό. Κουραστικά. Τα έγραψα και ξεθύμανα, βγήκε από μέσα μου. Μετανιώνω για ένα πράγμα μονάχα. Που δεν της είπα, δεν της έδειξα ποτέ πόσο την αγάπησα, πόσο την αγαπώ. Λογικό, αφού μόνο όταν έφυγε κατάλαβα το μεγαλείο της θυσίας της, το μεγαλείο της αστείρευτης αγάπης της.

Το αφιερώνω σ’ εσένα αυτό το κειμενάκι μάνα. Κλέβω λίγο τον τίτλο μιάς αγαπημένης μου ταινίας και στην αφιερώνω. «Όλα για την μητέρα μου» —Όλα για τις μητέρες όλου το κόσμου. Σας αγαπώ! Κι ας μην το ξέρετε.

Η ώρα πήρε εξήμισι, κι η ζέστη έχει κοπάσει ελαφρώς, μα ο ιδρώτας εξακολουθεί να τρέχει στο ημίγυμνο κορμί μου. Είναι ζεστά, είναι ωραία, κι η ζωή είναι ένα υπέροχο δώρο. Θα απολαύσω στην στιγμή, θα κάνω ένα δροσερό φραπεδάκι και θα το απολαύσω στην βεράντα, βλέποντας τα γατιά που κάνουν χουζούρι, ενώ τα τους μικρά παίζουν τριγύρω.

Θα απολαύσω την στιγμή, θα χαρώ την ζωή, θα εκμεταλλευτώ το δώρο σου! Μ’ ακούς μαμά;


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/19/2008

41. Η Αγάπη σαν...


Η Αγάπη σαν...


[Κλικ στην εικόνα για μεγαλύτερη προβολή]


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/14/2008

40. Καλό Καλοκαίρι (2008)


Καλό Καλοκαίρι (2008)


Και μιά ζωγραφιά για το καλοκαίρι... Που μακάρι νά ’ναι γλυκό και δροσερό σαν τα σταφύλια, κι όμορφο σαν τ’ αγόρια που μας τα φέρνουνε...


ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

[κλικ στην εικόνα για μεγαλύτερη προβολή]



—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/09/2008

39. Athens Pride 2008


Athens Pride 2008



—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

38. Διήγημα: Ειδήσεις Από Το Μέλλον (1)


Ειδήσεις Από Το Μέλλον (1)
Οριστική Παύση των Πυλών Τηλεμεταφοράς από τον Π.Ο.Υ.



Καταληκτική ήταν η απόφαση του Π.Ο.Υ. (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) και του συμβουλίου των Η.Ε. (Ηνωμένων Εθνών), όσον αφορά το επιχειρησιακό μέλλον των πρόσφατα εγκαινιασμένων σε παγκόσμια εμβέλεια, Πυλών Τηλεμεταφοράς (ή γνωστότερα ως Τι-Τζί, από το αγγλικό ακρώνυμό τους, T.G: Teleportation Gates). Το όλο πρόγραμμα ακυρώνεται και διατάχθηκε η άμεση παύση της λειτουργίας των είκοσί δύο πυλών που λειτουργούσαν εδώ κι έξι μήνες σε διάφορες χώρες του κόσμου. Η Σύμπραξη των τριών κύριων εταιριών που συντέλεσαν στην ανάπτυξη και κατασκευή του όλου έργου αντέδρασαν έντονα, χαρακτηρίζοντας την απόφαση άδικη και καταχρηστική την επιβολή του τερματισμού λειτουργίας του όλου έργου.

Σε δηλώσεις του Βill Gates IV (εγγονό του Bill Gates III και ιδρυτή της εταιρίας), Προέδρου του Συμβουλίου της Microsoft, μία εκ των τριών κολοσσών που συνέπραξαν για την κατασκευή και δημιούργησε το λογισμικό για την διαχείριση των Τι-Τζι, δηλώθηκαν τα εξής: «Είναι τραγικό, έξι μήνες μετά την πανηγυρική έναρξη λειτουργίας ενός εκ των πιο φιλόδοξων εγχειρημάτων την ανθρωπότητας μετά την χαλιναγώγηση του ατόμου, οπισθοδρομικές αντιλήψεις να λειτουργούν ως τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας, που πραγματικά αποτέλεσε επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεκατρία μόλις χρόνια πριν το κατώφλι του εικοστού δεύτερου αιώνα, η δαιμονοποίηση της επιστήμης και η κακόβουλη προβολή και διαστρέβλωση ασήμαντων γεγονότων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οδήγησαν στον τερματισμό του προγράμματος των Πυλών Τηλεμεταφοράς, γνωστότερο ως πρόγραμμα Τι-Τζί. Η εταιρία μας, μαζί με τις υπόλοιπες δύο της Σύμπραξης, σκοπεύει να προβεί στις όποιες νόμιμες ενέργειες ώστε η άδικη αυτή απόφαση να ακυρωθεί. Ειδάλλως, θα ζητήσουμε αποζημίωση από τα κράτη και τους οργανισμούς, που ενώ αρχικά υποστήριξαν το όλο μας εγχείρημα, τώρα το πολεμούν. Αφού πρώτα βέβαια, οι Σύμπραξή μας δαπάνησε αστρονομικά ποσά για την μελέτη και την κατασκευή το όλου έργου».

Σύμφωνους με τις δηλώσεις του, βρίσκει ο Bill Gates IV και τους απανταχού μετόχους που επένδυσαν στις μετοχές της Σύμπραξης, οι οποίοι δηλώνουν πως η απόφαση αυτή κυριολεκτικά καταπόντισε όχι μόνο τις μετοχές της Σύμπραξης, αλλά επηρέασαν γενικότερα τα χρηματιστήρια σε παγκόσμιο επίπεδο, και κυρίως τις εταιρίες τεχνολογίας κι επιστήμης. Τα διαφυγόντα κέρδη υπολογίζονται σε αστρονομικά ποσά, λένε ειδικοί μελετητές και οικονομολόγοι.

Αξιοσημείωτη όμως, είναι και μία δήλωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής εταιρίας Zeon Technologies, δεύτερου μετόχου της Σύμπραξης, που με έμμεσο τρόπο φαίνεται να κατηγορεί την Microsoft για την όλη ζημιά, αναφέροντας πως για την αποτυχία του όλου εγχειρήματος ευθύνεται αποκλείστηκα το λογισμικό, κι όχι οι υποδομές του έργου, που κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από την Zeon Technologies.

Μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος της εταιρίας, Peter Köning, δήλωσε: «Λυπητερό το γεγονός της απόφασης του Π.Ο.Υ. και των Η.Ε., για τον τερματισμό του προγράμματος της Σύμπραξης και της λειτουργίας των πρώτων Τι-Τζί. Το έργο αυτό που έφερε επανάσταση στις μεταφορές μη οργανικών υλικών, επιτρέποντας την άμεση τηλεμεταφορά μεγάλων ποσοτήτων υλών από την μία μεριά της γης στην άλλη σε μηδενικό χρόνο, έλιξε άδοξα λόγο λάθος χειρισμών στην σχεδίαση και ανάπτυξη ενός έργου που κόστισε τρισεκατομμύρια Ευρώ. Η Σύμπραξη βέβαια, θα κινηθεί προς όλες τις νόμιμες κατευθύνσεις, ώστε να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση με τον Π.Ο.Υ. και σύντομα οι Πύλες να ενεργοποιηθούν ξανά. Ήδη στελέχη της εταιρίας μας βρίσκονται σε άμεσες διαβουλεύσεις με την Microsoft, για να βρεθεί και να βελτιωθεί ο κώδικας του προγράμματος διαχείρισης των Πυλών, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούνε παρόμοιες τραγωδίες όπως αυτή που συνέβη στην Σαγκάη πριν από περίπου έναν μήνα [...]».

Τί δήλωσε όμως για το όλο θέμα κι ο τρίτος εταίρος της Σύμπραξης, ο Ε.Σ. (Ευρωατλαντικός Στρατός), μέσω του εκπροσώπου τύπου του, σχετικά με τον τερματισμό, αλλά και τις δηλώσεις των Προέδρων των δύο εταιριών; Σε μία σύντομη δήλωση στα μέσα ανέφερε τα εξής: «Όπως θα γνωρίζεται, μετά τις επαναστατικές ανακαλύψεις σχετικά με τον χωροχρόνο και τους τρόπους με τον οποίον μπορεί να δαμαστεί από την ανθρώπινη τεχνολογία, του Δρ. Ian Mc Neal και του επιτελείου του στις αρχές του 2060 μ.Χ., δύο εταιρίες, η πρόσφατα επαναϊδρυθείσα Microsoft Corporation και Zeon Technologies, συνέπραξαν με τον Ε.Σ. για την υλοποίηση του σχεδίου Τι-Τζί που όπως αναμενόταν, μέσα σε έξι μόνο μήνες, έφερε επανάσταση στον τρόπο που ο άνθρωπος διαχειρίζεται και μεταφέρει τις πρώτες ύλες ανά την υφήλιο.

»Δυστιχώς όμως, όπως σωστά ανέφερε κι ο κος Peter Köning της Zeon Technologies, προβλήματα, προφανώς στο λογισμικό, επέτρεψαν και την τηλεμεταφορά οργανικών στοιχείων, που συντέλεσαν στην καταστροφή της πόλης της Σαγκάης στην Κινεζική Ομοσπονδία, προκαλώντας τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων και επιφέροντας χάος στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές. Παρ’ όλα αυτά, ο Ε.Σ., σεβόμενος τις αποφάσεις του Π.Ο.Υ. και των Η.Ε., συμφωνεί στον προσωρινό τερματισμό του όλου εγχειρήματος, και αφού πράξει μαζί με τις δύο εταιρίες της Σύμπραξης τα δέοντα, θα φέρει το θέμα για επανεξέταση στους δύο παγκόσμιους οργανισμούς. Ευελπιστούμε πως σύντομα αυτό το, πραγματικά τραγικό, περιστατικό που συνέβη στην Κινεζική Ομοσπονδία, θα είναι το πρώτο και τελευταίο που συνέβη εξαιτίας των Τι-Τζί.» Παρ’ ό,τι τέθηκαν πολλές ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους, ο εκπρόσωπος αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε άλλη δήλωση.

Ο Πρόεδρος του Π.Ο.Υ. δήλωσε βγαίνοντας από το κτήριο των Ηνωμένων Εθνών μετά της λήψη της απόφασης: «Η απόφαση μπορεί να είναι σκληρή για την Σύμπραξη, αλλά ακόμη πιο σκληρή ήταν η μοίρα που επιφυλάχθηκε για ογδόντα εκατομμύρια συνανθρώπους μας στην Κινεζική Ομοσπονδία. Όπως θα γνωρίζεται βέβαια, η Σύμπραξη δήλωσε ξεκάθαρα στην εκκίνηση των λειτουργιών της, πως οι Πύλες μπορούσαν μόνο, και θα μετέφεραν μόνο μη ζωικά υλικά. Κι αυτό γιατί, όπως δηλώνουν οι επιστήμονες, η παρούσα τεχνολογική ισχύς των υπολογιστών δεν επιτρέπει τον συντονισμό τηλεμεταφοράς ζωντανών οργανισμών μέσα από τις Πύλες. Διαβεβαίωσαν τον Π.Ο.Υ. πως η μεταφορά ζωικού οργανισμού ήταν αδύνατη, όχι μόνο λόγο της φύσης των Πυλών, αλλά και λόγω του λογισμικού λειτουργίας των, που αυτομάτως ακύρωνε την όποια μεταφορά, έστω και κατά λάθος, ζωικού οργανισμού.

»Να όμως που οι όποιες δηλώσεις των διεψεύσθησαν με τρόπο λυπητερό και καταστροφικό. Οι Πύλη υπ’ αριθμόν δώδεκα, που βρίσκεται στο Κονγκό της Αφρικής, τηλεμετέφερε στις 14/6/2087 ένα μεγάλο φορτίου σιδήρου στην Πύλη έξι, που βρίσκετε στα πέριξ της πόλης της Σαγκάης της Κίνας, μιάς πόλης που αριθμούσε σαράντα επτά εκατομμύρια ανθρώπους. Για κάποιον φριχτό, άγνωστο λόγο, για τον οποίον δεν έχουμε λάβει καμία ικανοποιητική απάντηση από την Σύμπραξη, τηλεμεταφέρθηκε ανάμεσα στο φορτίο κι ένα στέλεχος του άκρως θανατηφόρου ιού Έμπολα. Όπως είναι γνωστό, το φορτίο μεταφέρθηκε στην Βιομηχανική Περιοχή της πόλης, όπου και διανεμήθηκε ανάμεσα σε πολλά εργοστάσια και βιοτεχνίες.

»Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε πλέον όλοι: Ο θάνατος ογδόντα εκατομμυρίων περίπου ανθρώπων μέσα σε μία εβδομάδα. Η Κινεζική Ομοσπονδία έχει τεθεί σε παγκόσμια καραντίνα για τους επόμενους έξι μήνες, με τρομαχτικές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης δύο δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Επίσης, την καταστροφή για χιλιάδες χρόνια της περιοχής της Σαγκάης, μετά τον βομβαρδισμό με πυρηνικές βόμβες Ναπάλμ, προκειμένου να εξαερωθεί κάθε ζώντας οργανισμός, μολυσμένος ή μη, σε ακτίνα εκατόν είκοσι χιλιομέτρων.

»Κατόπιν όλων αυτών, η μόνη λογική πράξη που απέμενε στον Π.Ο.Υ. με την συνδρομή και των Η.Ε. ήταν να διαταχθεί η άμεση παύση του προγράμματος των Τι-Τζί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτονόητο είναι πως και η προγραμματισμένη κατασκευή Πύλης που θα ενώνει την Γη με την βάση στην Σελήνη, έχει ακυρωθεί κι απαγορευθεί αυστηρώς. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε, είναι να μολυνθεί η Σελήνη κατά λάθος από κάποιον τόσο επικίνδυνο ιό σαν τον Έμπολα, και μάλιστα τώρα που βρίσκεται σε φάση πειραματικής γεωποίησης».

Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την απόφαση για ενίσχυση της Κινεζικής Ομοσπονδίας με οικονομική και υλική βοήθεια από τα Η.Ε, και την πιθανή επιβολή βαρύτατου προστίμου στην Σύμπραξη, ο Πρόεδρος δήλωσε: «Τα χρήματα και τα υλικά αγαθά που θα δοθούν στην Κινεζική Ομοσπονδία προκειμένου να μην καταρρεύσει η οικονομία της, συμπαρασύροντας μαζί της και την παγκόσμια οικονομία γενικότερα, έχουν ήδη βρεθεί και δεσμευτεί. Τώρα, αν σκοπεύουν τα Η.Ε. ή χώρες μεμονωμένα, να κινηθούν νομικά κατά της Σύμπραξης για διεκδίκηση αποζημιώσεων, είναι κάτι που δεν γνωρίζω και δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω».

Κατόπιν όλων αυτών, αβέβαιο κρίνεται το μέλλον της Σύμπραξης και του φιλόδοξου σχεδίου της για την δημιουργία ενός διευρυμένου συστήματος Πυλών που να απλώνεται σε όλο το ηλιακό σύστημα, επιτρέποντας έτσι την ταχύτατη διακίνηση υλικών αγαθών, όχι μόνο ανά την υφήλιο, αλλά και διαπλανητικά. Τα κέρδη της Σύμπραξης προβλέπονταν τεράστια, μιάς και θα συγκέντρωνε στα χέρια της σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο εμπόριο πρωτογενών υλικών, καταργώντας έτσι κάθε παραδοσιακό μέσο μεταφοράς των. Επίσης, άγνωστο παραμένει το εάν η αρνητική τροπή των γεγονότων αυτών, θα αποτελέσει τροχοπέδη στην έρευνα για επίτευξη τηλεμεταφοράς και έμβιας ύλης. Θυμίζουμε ότι προ δύο μηνών, εργαστήρια είχαν δηλώσει πως είχαν καταφέρει να τηλεμεταφέρουν, υπό ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, απλές μορφές ζωής όπως πλανκτόν και φύκια.

Ένα είναι βέβαιο. Πως η Σύμπραξη, και το γενικότερο φιλόδοξο σχέδιο της ανθρωπότητας σχετικά με το θέμα της τηλεμεταφοράς, πάει πάλι πίσω στο στάδιο της επιστημονικής φαντασίας του προηγούμενου αιώνος, όπου διάσημοι τότε συγγραφείς, οραματίζονταν μία ανθρωπότητα που θα κινούνταν μέσα από χωροχρονικές πύλες σε τεράστιες αποστάσεις σε μηδενικό χρόνο. Ειρωνεία ίσως αποτελεί το γεγονός, πως ακόμη κι εκείνο τον καιρό, διάφορα βιβλία και ταινίες (μίας εκ των οποίον η γνωστότερη τιτλοφορείται: «Η Μύγα») ασχολήθηκαν με τις πιθανές επιπτώσεις, όσον αφορά την έλλειψη ασφάλειας στις τηλεμεταφορές, και τα πιθανά, τραγικά αποτελέσματά της. Σίγουρα όμως, ουδείς θα πίστευε ποτέ, πως μία καταστροφή σαν κι αυτή που βιώσαμε προσφάτως, θα λάμβανε ποτέ χώρα.–


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

6/06/2008

37. Εις εαυτόν (α’)


Εις εαυτόν (α’)


Πατάω πια γερά στα τριάντα. Δεν το συνειδητοποιώ συχνά· μόνο όταν το βλέπω σαν νούμερο το καταλαβαίνω. Συνειδητοποιώ, κυρίως συγκρινόμενος με τους άλλους και τις νόρμες της κοινωνίας, πως βρίσκομαι σε μία ηλικία που θεωρείται από πολλούς ως ένα μικρό ορόσημο, όπου για πρώτη φορά πρέπει να λογοδοτήσω για τις μέχρι τώρα πράξεις και έργα της ζωής μου· όχι τόσο στους συνανθρώπους μου και την κοινωνία, όσο στον ίδιο μου τον εαυτό.



Στην χώρα, και το ημισφαίριο γενικότερα, όπου γεννήθηκα, μου είχε δοθεί μιά μεγάλη περίοδο χάριτος —όπως στα περισσότερα παιδιά. Τα παιδικά μου χρόνια βαφτίσθηκαν –αυθαίρετα;– ως ανέμελα, λόγο φύσει ανωριμότητας· η εφηβεία ως περίοδος αυτό-ανακάλυψης και αυτοπροσδιορισμού, στην οποία δημιούργησα τα περισσότερα γνωρίσματα του ενήλικου χαρακτήρα μου, ενώ στην μεταεφηβική ηλικία, πέρασα αυτό που λένε: περίοδο προσαρμογής, όπου προσαρμόστηκα στην ιδέα πως το παιδί εντός μου πέθανε, για να γεννηθεί το τωρινό μου εγώ, και πως ο κόσμος με αντιμετωπίζει πλέον πολύ πιο αυστηρά.

Στην κάθε φάση (που υποδιαιρείται και σε μικρότερες περιόδους, με ειδικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα η κάθε μία) μου επιτράπηκαν κάποια λάθη και κινήσεις, που αργότερα δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια επιείκεια. Ο λόγος είναι πως, ο κόσμος, κι εγώ ο ίδιος, περιμένει πως μέσα από τα όποια λάθη μου, μαθαίνω κι εξελίσσομαι. Έτσι, όταν διέπραξα κάποια λάθη, και κυρίως, τα διέπραξα σε «αναμενόμενες» περιόδους της ζωής μου, περάσανε σχεδόν απαρατήρητα.

Στην ηλικία των τριάντα όμως, η κοινωνία, αλλά κι εγώ ο ίδιος –εγώ, η σκέψης μου, η νόησής μου, η ψυχή μου, αυτό που νομίζω κι αντιμετωπίζω ως συνειδητότητα–, νιώθει πως θα έπρεπε να είχα φτάσει σε ένα σημείο, όπου τα λάθη να είναι λίγα και τα έργα μου πολλά, και, κατά προτίμηση, τα περισσότερα εξ αυτών καλά. Επίσης, θα ήθελα να πιστεύω πως οι περισσότερες «παιδίστικές» μου απορίες θα είχαν λυθεί· θα γνώριζα περισσότερα, τόσο για τον κόσμο, όσο και για τον εαυτό μου... Τότε, γιατί νιώθω τόσο λάθος· τόσο ξεστρατισμένος από το μονοπάτι της σιγουριάς και της βεβαιότητας, τόσο γεμάτος απορίες κι ερωτήματα, όχι μόνο για τον κόσμο που με περιβάλει, αλλά, το κυριότερο, για τον ίδιο μου τον εαυτό; Ποιος είμαι;

Τα κλασσικά γνωρίσματα είναι πως, σε αυτή την ηλικία, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχω μία σταθερή εργασία, να έχω κάποια σχέση, ή έστω να έχω ζήσει κάποιους έρωτες. Να γνωρίζω τί μου αρέσει και τί όχι· ποιες επιδεξιότητες διαθέτω και ποιες όχι· πού είμαι καλός και που όχι· τί μου αρέσει στην ζωή και τί όχι· τί μου αρέσει επάνω μου και τί όχι. Να ξέρω τα γνωρίσματα του χαρακτήρα μου: ποιες οι αρετές και τα μειονεκτήματά μου. Αλλά και πιο γήινα πράγματα όπως: ποια μουσική μου αρέσει και ποια όχι· ποιες οι αγαπημένες μου ταινίες· ποια τα αγαπημένα μου φαγητά· τί ζητάω από έναν σύντροφο για να νιώσω πως με καλύπτει, και τι προσφέρω εγώ· τί ζητάω από τον εαυτό μου και τι όχι; Κι όμως, αυτή η σταθερότητα είναι απούσα —δεν υφίσταται στην ζωή μου! Είμαι άραγε λοιπόν, ακόμη ανολοκλήρωτος;

Ίσως όμως, λέω, ίσως, αυτό να είναι και καλό όμως: το να συνειδητοποιώ πως είμαι ανολοκλήρωτος· πως έχω ελλείψεις και κενά, και μάλιστα πολύ μεγάλα. Ίσως να έχω καταλάβει αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι στην γη...

Οι περισσότεροι «σοφοί», φιλόσοφοι ανά τους αιώνες, αλλά και οι «μοντέρνοι» ψυχολόγοι του καιρού μας, συμφωνούν πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ωριμάζουν ποτέ· αρνούνται να ωριμάσουν γιατί αυτό θα τους βγάλει από την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας της ψευτο-ολοκλήρωσής τους. Λένε, πως το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων παραμένει στάσιμο στην ψυχολογική-συναισθηματική ηλικία των δεκατριών με δεκαπέντε ετών. Εκεί, μετά το πρώτο καψούρεμα και την πρώτη απογοήτευση, νομίζουν πως τα έχουν ζήσει όλα, και πως πλέον τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει για να μάθουν, να διδαχθούν, να ανακαλύψουν. Ίσως για αυτό μένουν προσκολλημένοι σε παιδικές κι ανώριμες αντιλήψεις, κι αντιδρούν ανάλογα. Για αυτό υπάρχει ζήλια, φθόνος, απουσία αληθινής αγάπης, ιδιοτέλεια, τυφλή υπακοή σε δόγματα, έλλειψη κατανόησης του άλλου και συνεχής ανάγκη για επιβράβευση. Όλα αυτά γιατί, η ωρίμανση του σώματος και της ψυχής, είναι στην αντίληψη του ανθρώπου συνυφασμένες έννοιες, λανθασμένα ταυτόσημες· ενώ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα!

Αφ’ ενός η ωρίμανση σου σώματος έχει προσδιοριστεί χάρη στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης. Το σώμα του ανθρώπου, λέει, ωριμάζει περίπου στην ηλικία των δεκαοχτώ με είκοσι ετών· με μερικές αποκλίσεις ανάλογα με το φύλο και τις ιδιαιτερότητες του κάθε οργανισμού χωριστά. Είναι όταν το σώμα παύει να χτίζει και να μεγαλώνει, τα όργανα έχουν πάρει τις τελικές τους διαστάσεις, η ομοιόσταση είναι δεδομένη, κι όλα λειτουργούν λίαν καλώς. Είναι τότε που, οι θρησκείες κι οι όποιες νόρμες των απανταχού κοινωνιών, λένε κατά το δοκούν πως είναι καιρός αυτός ο οργανισμός να αναπαραχθεί και να ολοκληρώσει έτσι τον σκοπό του που είναι η αναπαραγωγή του —και μόνο αυτό(!)

Αφ’ εταίρου, η ωρίμανση της ψυχής και του συναισθηματικού τομέα, επέρχεται, μπορούμε (αυθαίρετα) να πούμε, όταν το άτομο νιώθει και βιώνει την ολοκλήρωση του χαρακτήρα του. Οι φιλοσοφίες και τα δόγματα που έχουν αναπτυχθεί γύρω από το θέμα της ψυχής και της ολοκλήρωσης, είναι πάμπολλες και δεν δύναται να απαριθμηθούν σε έναν τόσο μικρό κείμενο. Το θέμα, ίσως, είναι ένα: πότε ολοκληρώνεται μία ψυχή, μία προσωπικότητα και ίσως παραπέρα: ολοκληρώνεται ποτέ μία ψυχή; Φτάνει μία ζωή για να επέλθει η φώτιση, η ολοκλήρωση, ή πρέπει να ασπαστούμε τις ανατολικές φιλοσοφίες που μιλάνε για μετενσάρκωση έως ότου ολοκληρωθεί, γιατί μία ζωή δεν φτάνει;

Τώρα λοιπόν που κατανοώ, πως άλλο πράγμα είναι που το σώμα μου δεν θα ψιλώσει άλλο, και άλλο το πώς εγώ νιώθω και βλέπω τον εαυτό μου και τον κόσμο, είναι δύο χωριστά πράγματα, συνειδητοποιώ το πόσο ανώριμος είμαι στην ψυχή και στον συναισθηματικό μου κόσμο.

Έχτισα κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, μία προσωπικότητα, ασπαζόμενος τις κοινές αντιλήψεις της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσα, και που συνεπώς διαμόρφωσαν, λίγο πολύ αυθαίρετα, το μυαλό μου, συντελώντας στην διαμόρφωση του κοινωνικού μου προσωπείου· αυτού που εγώ δέχομαι κι αντιμετωπίζω ως εαυτό μου. Αλίμονο, την πάτησα για τα καλά.

Αφ’ ενός γιατί οι γνώσεις που μου δόθηκαν, και που διαμορφώνουν το μυαλό, ήταν εξ αρχής «πειραγμένες». Οι παραδώσεις, τα πρότυπα και οι νόρμες μιάς κοινωνίας, ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο και το κάθε άτομο χωριστά, είναι απόρροια καταγραφής εμπειριών που χάνονται στο βάθος των αιώνων. Το μυαλό είναι περιορισμένο, εξ αρχής διαμορφωμένο από τους τρόπους όλων των περασμένων γενεών, από τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες άλλων, που μου επιβλήθηκαν από την στιγμή της γέννησής μου.

Αφ’ εταίρου γιατί έρχεται κάποια στιγμή, που το συνειδητοποιώ όλο αυτό, και πως καταλαβαίνω πως αυτό το «λογισμικό» που μου τοποθετήθηκε, είναι ασύμβατο σε πολλές περιπτώσεις, τόσο με το μυαλό, όσο και με το πνεύμα μου (ακόμη και με το σώμα μου μερικές φορές). Είναι τότε που σπάει αυτό το προσωπείο, και από τις ραγάδες αναδύεται το πραγματικό μου εγώ, η αληθινή μου ουσία, που έρχεται, συνήθως, σε αντιδιαστολή με την μέχρι τώρα δεδομένη προσωπικότητά μου.

Αυτό λοιπόν με ώθησε στο να στραφώ ξανά εντός μου και να κοιτάξω βαθιά μέσα μου, για να διαπιστώσω και να δω πως δεν είμαι ολοκληρωμένος· όπως τόσα χρόνια νόμιζα. Έτσι, χρειάστηκε να κάτσω πάλι σαν πρωτάκι, με κοντό παντελονάκι και γδαρμένα γόνατα, στο θρανίο της ζωής, για να ανοίξω τα τεφτέρια της ζωής και να ρωτήσω εξ αρχής τις ίδιες πάλι ερωτήσεις που ρώταγα μικρός. Είδα, πως οι απαντήσεις που μου δίνανε τα βιβλία, διέφεραν κατά πολύ, ανάλογα με το ποιόν ρωτούσα, πότε τον ρωτούσα, που τον ρωτούσα, και πως συνέφερε τον ερωτώμενο· πως στην ίδιά ερώτηση που κάποτε ρώτησα, κι έλαβα τότες μία ικανοποιητική απάντηση, τώρα άλλη μου φαίνεται πιο λογική και σωστή. Επίσης, είδα πως στο βιβλίο, είχαν προστεθεί πολλές-πολλές σημειώσεις, δικές μου, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με αυτά που γράφει το βιβλίο.

Συνειδητοποιώ λοιπόν πως άλλαξα, και πως εξακολουθώ να αλλάζω. Κι είναι δύσκολο, και σπαστικό –να πάρει!–, να πρέπει να αλλάζω το προσωπείο μου και την σκέψη μου για άλλη μιά φορά —και πρέπει να λογοδοτήσω για αυτό στους συνανθρώπους μου. «Γιατί ’χθές μου είπες άλλα, και τώρα αλλιώς μου τα λές;» ρωτάνε με βλέμμα που προδίδει φόβο και περιέργεια. Η αλλαγή είναι απρόβλεπτη, είναι άγνωστη έως ότου εκδηλωθεί. Και το άγνωστο τρομάζει τους ανθρώπους!

Έτσι είναι λοιπόν. Τους συνήθισα για χρόνια με βλέπουνε και να με αντιμετωπίζουν με συγκεκριμένα κριτήρια, συμπεριφορές κι ενέργειες, κάτω από ένα σταθερό πρίσμα· νόμιζαν πως με γνώριζαν... Να που ανακαλύπτουν πως δε με γνωρίζουν καθόλου. Αυτό που ίσως τους τρομάζει πιο πολύ, δεν είναι η δική μου αλλαγή· αυτό που τους τρομάζει, είναι πως πρέπει κι αυτοί να επαναπροσδιορίσουν την σχέση τους απέναντι στον νέο μου εαυτό. Αυτό τους αναγκάζει να ψάξουν κι αυτοί μέσα τους, να ξαναδούν τον μηχανισμό, τον εαυτό τους, αναγκαστικά· γιατί αλλιώς, πώς θα προσδιορίσουν την νέα στάση τους απέναντί μου, αν δεν με συγκρίνουν με τον εαυτό τους;

Βλέπω τώρα καθαρά, νομίζω, το πόσο δύσκολο είναι να αλλάζεις. Όταν αλλάζεις, αναγκαστικά θα πρέπει να αλλάξουν κι οι άλλοι, αυτοί που σε περιβάλλουν κι επικοινωνούν μαζί σου. Βλέπω έτσι και μόνος μου, πως μιά μικρή, ανεπαίσθητη αλλαγή επάνω μου, επιφέρει αλλαγές και στους τριγύρω μου. Και, φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο: όταν κάποιος άλλος αλλάξει, αναγκάζομαι να αλλάξω κι εγώ απέναντί του, για να επαναπροσδιορίσω την επικοινωνία μαζί του.

Ναι... Νομίζω πως τώρα τα πράγματα ξεκαθαρίζουν στο κεφάλι μου... Και πάνω που νόμιζα πως έλεγα ανοησίες... Αλλά να, ξεκαθαρίζουν τα πράγματα μέσα μου... Τώρα καταλαβαίνω την δύναμη μου, τώρα βλέπω πως η αλλαγή τελικά, είναι αναπόφευκτη· τίποτα δεν μένει αμετάβλητο. «Τα πάντα ρει», όπως είπε κι ο Ηράκλειτος.

Ναι, τώρα το καταλαβαίνω. Τί κι αν τριαντάρισα, τί κι αν μου ζητάνε να λογοδοτήσω; Να πώς ποιος είμαι, και τί! Άλλαξα πολύ από τα είκοσί μου. Δεν ακολούθησα τις νόρμες –όχι πως αυτό είναι κακό–, δεν πάτησα μόνο στα γνωστά μονοπάτια· ακολούθησα και μερικά άλλα, πιο σκοτεινά, πιο κακοτράχαλα. Ίσως μια μέρα κατορθώσω να χαράξω και καινούργια μονοπάτια... Ποιος ξέρει;

Αν ποτέ, χρειαστεί να λογοδοτήσω, τόσο στους άλλους, μα όσο και σε εμένα, θα είναι για αυτό και μόνο: Πως δεν άλλαξα, πως έμεινα στάσιμος κι απαράλλαχτος. Αν, παραδείγματος χάρη, έλθει κάποια στιγμή που στο μέλλον, διαβάζοντας αυτά μου τα λόγια, γελάσω, και τα κρίνω, και πω πως ήσαν ανόητα κι ανώριμα, θα χαρώ. Γιατί θα σημαίνει πως δεν είμαι ο ίδιος με αυτόν που κάποτε τα έγραψε. Θα σημαίνει πως άλλαξα —έστω και λιγάκι.

Δεν ξέρω, κι ούτε λέω πως κι εγώ μεγάλωσα πολύ. Είμαι κι εγώ σε εφηβική ηλικία· το ξέρω καλά. Αλλά... να πάρει! Τουλάχιστον έχω επίγνωση αυτού, και θέλω να πιστεύω, πως θα αλλάξω· αργά η γρήγορα. Πρέπει να αλλάζω —διαρκώς!... Αλλιώς, αλίμονό μου! Αλίμονό μας! Αλίμονό σας...


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)