10/21/2009

89. Αυτοπρόσωπη Ιδιοκτησία;...


Αυτοπρόσωπη Ιδιοκτησία;


Διάβασα πρόσφατα στο διαδίκτυο για μία περίεργη υπόθεση με το όνομα: «Operation Spanner» που συνέβη το 1987 στην Μεγάλη Βρετανία. Η υπόθεση ξεκίνησε όταν έφτασαν στα χέρια της αστυνομίας κάποιες φωτογραφίες που απεικόνιζαν ανθρώπους δεμένους και πολύ άγρια κακοποιημένους. Δεδομένης της αγριότητας των σκηνών, η αστυνομία τις εξέλαβε ως πειστήρια εγκλημάτων που μπορεί και να είχαν καταλήξει σε φόνους. Αμέσως διεξήγαγε μία διεξοδική και μεγάλη έρευνα που κατέληξε σε συλλήψεις ατόμων, μεταξύ των οποίων και αυτών που εικονίζονταν στις φωτογραφίες ως άγρια κακοποιημένων θυτών (και εν δυνάμει νεκρών).

Οι εξηγήσεις ήταν –σχετικά– απλές. Τα φερόμενα «θύματα» τα οποία είχαν κακοποιηθεί, ήταν στην πραγματικότητα ομοφυλόφιλα άτομα με μαζοχιστικές τάσεις, που με την συναίνεσή τους είχαν «παραδοθεί» στα χέρια των ερωτικών (και συνάμα σαδιστών) συντρόφων τους, οι οποίοι έκαναν αυτό που οι μαζοχιστές ήθελαν κι’ απολάμβαναν· την κακοποίησή τους.

Για όσους δεν γνωρίζουν, οι «μαζοχιστές» απολαμβάνουν την σωματική και λεκτική κακοποίησή τους, πολύ συχνά αντλώντας και σεξουαλική απόλαυση από την διαδικασία, ενώ το αντίθετο τους, οι «σαδιστές», απολαμβάνουν να κακοποιούν σωματικά και λεκτικά άλλα άτομα, αντλώντας κι’ αυτοί, ενίοτε, σεξουαλική απόλαυση. Μάλιστα, σύγχρονες έρευνες αποδεικνύουν πως αυτή η, όχι μόνο σεξουαλική, παρέκκλιση, δεν είναι τόσο σπάνια όσο νομίζουμε. Περίπου ένας στους τρεις ανθρώπους ανήκει στην κατηγορία είτε του σαδιστή, είτε του μαζοχιστή.


[ Πηγή εικόνας ]


Λογικά το θέμα θα έπρεπε να σταματήσει εκεί και οι συλληφθέντες να αφεθούν ελεύθεροι. Δεν συνέβη όμως έτσι. Το δικαστήριο δεν δέχτηκε την αιτιολογία της «εθελούσιας-συναινετικής κακοποίησης» των θυμάτων, θεωρώντας πως δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν τους εαυτούς τους σε συνθήκες ή καταστάσεις που μπορεί να επιφέρουν από σοβαρές σωματικές βλάβες μέχρι και (ίσως;) τον θάνατο. Παραπέμφθηκαν κανονικά σε δίκη, τόσο οι θύτες όσο και τα θύματα· σαδιστές και μαζοχιστές. Με εφέσεις επί εφέσεων, το 1993 (μετά από σχεδόν έξι χρόνια), το θέμα έφτασε στην Βουλή των Λόρδων. Η βουλή απέπεμψέ την υπόθεση με την εξής ανακοίνωση:

«In principle there is a difference between violence which is incidental and violence which is inflicted for the indulgence of cruelty. The violence of sadomasochistic encounters involves the indulgence of cruelty by sadists and the degradation of victims. Such violence is injurious to the participants and unpredictably dangerous. I am not prepared to invent a defence of consent for sadomasochistic encounters which breed and glorify cruelty [...]. Society is entitled and bound to protect itself against a cult of violence. Pleasure derived from the infliction of pain is an evil thing. Cruelty is uncivilized.»

Μετάφραση με βάση το νόημα και όχι λέξη επί λέξη (ζητώ συγνώμη απ’ όσους γνωρίζουν καλά αγγλικά και με βρίζουν για την κακή ποιότητα της μετάφρασης). Μέσα στις αγκύλες περικλείω νοήματα ή/και λέξεις για την κατανόηση του κειμένου που δεν υπάρχουν μέσα στο αυθεντικό απόσπασμα:

«Επί της αρχής, υπάρχει μία διαφορά μεταξύ της βίας η οποία είναι τυχαία και της βίας που επιβάλλεται για την ικανοποίηση [του αισθήματος;] της στυγνότητας. Η βία των συμμετεχόντων σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές, περιλαμβάνει την ικανοποίηση της στυγνότητας των σαδιστών και την υποβάθμιση των θυμάτων. Τέτοιου είδους βία είναι επιβλαβής για τους συμμετέχοντες και απρόβλεπτα επικίνδυνη. Δεν είμαι έτοιμος να εφεύρω μιά άμυνα συγκατάθεσης [με την νομική έννοια της άμυνας] για άτομα που συμμετέχουν σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές, οι οποίες θρέφουν και δοξάζουν την [πρακτική της σκληρότητας] στυγνότητα [...]. Η κοινωνία είναι επιφορτισμένη και δεσμευμένη να προστατεύει τον εαυτό της ενάντια σε μιά λατρεία/μόδα στυγνότητας [σκληρότητας]. Η απόλαυση που απορρέει από την επιβολή πόνου είναι κάτι κακό. Η στυγνότητα [ή σκληρότητα] είναι απολίτιστη.»

Αυτό το θέμα πήρε διστάσεις και στο εξωτερικό, και επηρέασε την γενικότερη νομολογική κοινότητα της Ευρώπης, που εργάζεται για την θεσμοθέτηση πανευρωπαϊκών ντιρεκτίβων σχετικά με θέματα νομολογίας και δικαίου. Μάλιστα, το 1997, η κοινότητα δεν μπόρεσε να καταλήξει τελεσίδικα στο θέμα της «συναίνεσης» όσον άφορα την νομολογία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ειπώθηκαν τα εξής:

«Whilst a person has a general right of free will, a state may as a matter of public policy restrict that in certain cases, for example for the general public good and for the protection of morals. The present case was judged by the European Court to have fallen within the sovereign scope of the UK Government's right to determine its legality, and human rights legislation would not overrule this.»

Μετάφραση με βάση το νόημα και όχι λέξη επί λέξη (ζητώ συγνώμη απ’ όσους γνωρίζουν καλά αγγλικά και με βρίζουν για την κακή ποιότητα της μετάφρασης). Μέσα στις αγκύλες περικλείω νοήματα ή/και λέξεις για την κατανόηση του κειμένου που δεν υπάρχουν μέσα στο αυθεντικό απόσπασμα:

«Ενώ ένα άτομο έχει γενικώς το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης, ένα κράτος, μπορεί για κάποιο ζήτημα δημόσιας πολιτικής να το περιορίσει [το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης] σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα για το κοινό συμφέρον και την προστασία των ηθικών αξιών [της κοινωνίας]. Η συγκεκριμένη περίπτωση [εννοεί την προαναφερθείσα υπόθεση της Μεγάλης Βρετανίας] κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πως υπόκειται στο πλαίσιο των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να καθορίσει την νομιμότητα [της όλης δικαστικής υπόθεσης], και η νομοθεσία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να μην την ανατρέψει [την όποια απόφαση λάβει το δικαστήριο δηλαδη].»

Το θέμα αυτό δεν έχει λήξει και συνεχίζει να ταλανίζει το νομοθετικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και της Ευρώπης γενικότερα (δεν έχω ιδέα για το τί συμβαίνει στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ή και σε άλλες χώρες).

Μάλιστα, στην Μεγάλη Βρετανία, έχει δημιουργηθεί ένας πολυπληθής και ισχυρός οργανισμός με την επωνυμία: «The Spanner Trust» η οποία μάχεται για το δικαίωμα του πολίτη να υποβάλει τον εαυτό του, κοινή συναινέσει, σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές, χωρίς να φοβάται πιθανή δίωξή του από το ποινικό σύστημα της χώρας.

Ταυτόχρονα, στην νομοθετική αρχή της Μεγάλης Βρετανίας, ερίζουν ακόμη για το εάν θα πρέπει οι πράξεις αυτές –του σαδομαζοχισμού– να συμπεριληφθούν στην λίστα των κολάσιμων παραβιάσεων του νόμου και να επιφέρουν ή όχι κάποια δίωξη ή/και τιμωρία των ατόμων που καταπιάνονται με τέτοιες πρακτικές.

Η συζήτηση συνεχίζεται ως και σήμερα, με τελευταία αναθεώρηση το 2009 όπου, προς το παρόν, η συμμετοχή σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές υπόκειται στο γενικότερο πλαίσιο του νόμου περί «σκληρής πορνογραφίας» στην οποία είναι εύκολο να υποπέσει κανείς και να υποστεί νομικές συνέπειες.

Εδώ τελειώνει η «σύντομη(;)» παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου της υπόθεσης που πυροδότησε την γενικότερη συζήτηση στους νομικούς, και όχι μόνο, κύκλους.


[ Πηγή εικόνας ]


Το μέγα ερώτημα προκύπτει είναι: «Κατά πόσον είναι ένα άτομο ελεύθερο να υποβάλει τον εαυτό του, με την χρήση του δικαιώματος της ελευθερίας της βούλησης, σε πρακτικές που είναι εν δυνάμει επιβλαβείς για την σωματική ή/και ψυχική υγεία του;» Το ερώτημα δεν είναι μόνο στα θέματα ταμπού, όπως στο σεξ, άλλα περικλείει και άλλες πρακτικές πιο καθημερινές όπως τη διατροφή, το κάπνισμα, τις σεξουαλικές συνήθειες ή ακόμη και την ελευθερία της πληροφορίας. Παραθέτω μερικά παραδείγματα.

Αν αποδειχτεί, με αδιαμφισβήτητα επιστημονικά κριτήρια (πολλοί εξακολουθούν να αμφισβητούν τα σημερινά δεδομένα), πως το κάπνισμα, πράγματι, προκαλεί μόνιμες βλάβες στους καπνιστές, άλλα βλάπτει και τρίτους, θα πρέπει να διώκονται νομικά; Αυτό συμβαίνει σήμερα για την χρήση άλλων ναρκωτικών ουσιών όπως το χασίσι, το LSD, την ηρωίνη κ.τ.λ. Με ποιά κριτήρια εξαιρείται (ή θα πρέπει να μην εξαιρείται) το κάπνισμα;

Αν οι γονείς μερικών παιδιών έχουν ως αρχή την φυσικότητα και την αποδοχή της φυσικότητας του σώματος, κυκλοφορούνε μέσα στο σπίτι γυμνοί μπροστά στα παιδιά, θα πρέπει να διωχθούν νομικά γι’ αυτό; Σήμερα είναι λογικό να διώκεται ο γονέας (ή ο οποιοσδήποτε) προσβάλει την σεξουαλική ατομικότητα ενός ανήλικου (και πολύ σωστά, θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι). Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως συνέβη στην Αυστραλία, μερικοί γονείς διώχθηκαν ποινικά επειδή έβγαλαν φωτογραφία το δίχρονο παιδάκι τους που έκανε γυμνό μπάνιο στην μπανιέρα. Έχουν το δικαίωμα να κάνουν κάτι τέτοιο στο παιδί τους; Το βλάπτουν;

Αν οι αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, σκαφών αναψυχής κ.λπ. περιλαμβάνουν αυξημένο ρίσκο πρόκλησης σοβαρού ατυχήματος, με εν δυνάμει κίνδυνο πρόκλησής θανάτου, θα πρέπει να απαγορευθούνε και να διώκονται οι όποιοι παράνομα συμμετέχοντες; Σήμερα, πολλά αθλήματα έχουν αυξημένο ρίσκο τραυματισμού ή και πρόκληση μόνιμης βλάβης, άλλα ούτε παράνομα θεωρούνται, ούτε διώκονται οι συμμετέχοντες σε αυτά. Χαρακτηριστικά αναφέρω: το Ράκμπι (από τα αθλήματα με τους περισσότερους τραυματισμούς), το Σκί (ποιός δεν έχει δει αθλητές να τσακίζονται καθώς κατρακυλούνε τις χιονισμένες πλαγιές), το Αλεξίπτωτο (είναι πολλές οι περιπτώσεις ανθρώπων των οποίων το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε ποτέ και τσακίστηκαν στο έδαφος), κ.α.

Τα παραδείγματα, με λίγη δόση υπερβολής ίσως, θα μπορούσαν να είναι άπειρα. Πόσοι γονείς δεν απαγορεύουν κάποιες δραστηριότητες στα παιδιά τους με το πρόσχημα της διαφύλαξης της σωματικής ή/και ψυχικής ακεραιότητάς τους;

Απαγορεύουμε στα παιδιά μικρής ηλικίας να κάνουν ποδήλατο έξω στον δρόμο για να μην τα χτυπήσουν τα αυτοκίνητα. Δεν αφήνουμε τα παιδιά να κάνουν ορειβασία στο βουνό για να μην πέσουν και χτυπήσουν. Δεν αφήνουμε τα παιδιά να σερφάρουν ελεύθερα στο διαδίκτυο από φόβο μήπως έρθουνε σε επαφή με «ακατάλληλο» περιεχόμενο, και άλλα πολλά...

Πολλοί θα βιαστούνε να απαντήσουνε πως πολλά από όσα ανέφερα είναι λογικά, και δεν θα αναλύσω το γιατί θα έχουνε δίκιο. Το θέμα είναι πως, κατά γενική ομολογία, κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιείται η εξουσία του γονέα ή του όποιου ανώτερου να κρίνει τί είναι και τί όχι κατάλληλο και ασφαλές για το παιδί του. Με την γενικότερη παραδοχή πως το παιδί έχει άγνοια κινδύνου, η ελευθερία της βούλησης του αναστέλλεται από την στιγμή της γέννησης του, και μόνο παροδικά, με το πέρας του χρόνου, το μεγάλωμά του, δίνονται ελευθερίες και προνόμια, με τελικό στόχο την ενηλικίωση του ατόμου, οπότε και ο γονέας παύει να έχει δικαιώματα έλέγχου πάνω στο παιδί.

Αυτό το παράδειγμα μας φέρνει στην ρίζα του όλου θέματος που ξεκίνησε από την υπόθεση της Μεγάλης Βρετανίας. (Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι πιο παλιό και ανάγεται στην αρχαιότητα, απλά αναβίωσε στις μέρες μας).


[ Πηγή εικόνας ]


Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι: Κατά πόσον ο άνθρωπως είναι κύριος/ιδιοκτήτης του εαυτού του; Κατά πόσον είναι ελεύθερος να αποφασίζει και να πράττει για τον εαυτό του; ΠΡΟΣΟΧΗ! Τονίζουμε το γεγονός πως μιλάμε για την ελευθερία βούλησης για τον εαυτό του και όχι προς τρίτους! Δεν μιλάμε δηλαδή για το εάν έχει ή όχι το δικαίωμα να δολοφονήσει κάποιον άλλο άνθρωπο.

Ας μην βιαστούμε να απαντήσουμε πως έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ό,τι θέλουμε με τον εαυτό μας. Αμέσως θα σας φέρω το παράδειγμα της αυτοκτονίας. Αν κάποιος δηλώσει πως σκοπεύει να αυτοκτονήσει, θα αντιμετωπίσει την κινητοποίηση ποικίλλων αρχών: του κράτους, μέσω της αστυνομίας και των υγειονομικών υπηρεσιών· της εκκλησίας, μέσω των αντιπροσώπων της· των συγγενών, των φίλων, αλλά ακόμη και εντελώς ξένων προς το άτομο ανθρώπων. Γιατί; Αν κάποιος είναι κύριος του εαυτού του, δεν έχει το δικαίωμα να τερματίσει την ζωή του όποτε το θελήσει; Πολλοί θα διαφωνήσετε, προτάσσοντας σωρεία επιχειρημάτων. Να θυμίσω πως υπάρχει και το θέμα της ευθανασίας ατόμων με ανίατες κι’ επίπονες ασθένειες, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να θέσουν τέρμα στο μαρτύριό τους, στερώντας τους το δικαίωμα να πράξουν ελεύθερα και αυτοβούλως.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο αυτοτραυματισμός ή/και ο εθελούσιος ακρωτηριασμός. Αν υποθέσουμε πως ένα άτομο θελήσει, για τους δικούς του λόγους, να ακρωτηριάσει κάποιο μέλος του σώματός του, θα του το επιτρέψουμε; Οι επίσημοι υγειονομικοί φορείς πάντως δεν θα το επιτρέψουνε. Ένας χειρούργος, που εργάζεται ευσυνείδητα και νόμιμα, δεν θα υποβάλει κανέναν ασθενή σε ακρωτηριασμό αν δεν συντρέχει ιατρικός λόγος. Δεν θα ακρωτηριάσει κανένα χέρι, κανένα πόδι —αν είναι υγιέστατα. Μπορεί ο πελάτης να φωνάζει πως θέλει να κόψει το χέρι του για να αποδείξει στην αγαπημένη του πως την λατρεύει –είναι σώμα του!– κι’ έχει το δικαίωμα να το κάνει ό,τι θέλει (κάτι παρόμοιο έκανε κι’ ο γνωστός ζωγράφος Βίνσεντ βαν Γκογκ). Κι’ όμως, ο χειρούργος δεν θα το κάνει. Κι’ αν το κάνει, θα έχει σοβαρότατες νομικές επιπτώσεις. Ποιός επέβαλε τις νομικές επιπτώσεις; Το κράτος!

Κάποιοι θα απαντήσουνε πως ένας άνθρωπος που θα ήθελε να ακρωτηριάσει κάποιο μέλος του σώματός του, προφανώς δεν έχει σώας τας φρένας , και γι’ αυτό πρέπει να αποτραπεί από το να πράξει την επιθυμία του. Ένας τρόπος είναι με την απαγόρευση παράσχεσης βοήθειας από εξειδικευμένο άτομο όπως ο γιατρός-χειρούργος. Αλλά ακόμη κι’ αν το άτομο μας αποδείξει πως έχει σώας τα φρένας, και έχει λογικά επιχειρήματα, πάλι θα τσιγκλήσουμε στο γεγονός πως είναι μιά πράξη αφροσύνης λόγο της μονιμότητάς της· άπαξ και αφαιρεθεί το μέλος, η κατάσταση είναι τελεσίδικη και μή αναστρέψιμη.

Κι’ όμως, και το τατουάζ είναι μή αναστρέψιμο (αν και υπάρχουν επίπονες μέθοδοι αφαίρεσής των, που αφήνουν όμως μόνιμα σημάδια) άλλα δεν απαγορεύεται. Εάν κάποιος αποφασίσει πως θέλει να ζωγραφίσει στο σώμα του κάτι, μπορεί απλούστατα να πάει σε κάποιο κατάστημα και να πραγματοποιήσουν την επιθυμία του. Ανάλογα με την ηθική της εποχής και της κοινωνίας –και για παράδειγμα θα πάρω την ελληνική κοινωνία του σήμερα–, το πολύ-πολύ να θεωρηθεί λίγο ιδιότροπος. Σίγουρα δεν θα θεωρηθεί τρελός ή ανισόρροπος, ούτε και θα εκληφθεί ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.

Οπότε τίθεται το ερώτημα: Ποιός καθορίζει τί είναι αποδεκτό να πραχθεί από ένα ελεύθερο άτομο σε μία κοινωνία; Και αν η απάντηση είναι πως τα όρια επιβάλλονται από την ίδια την κοινωνία και εκφέρονται μέσω του κράτους και των θεσμικών της λειτουργιών, ποιά στοιχεία επιδρούν στις επιταγές που διαμορφώνουν τις ιδεολογίες της κοινωνίας, και κατά πόσον είναι ελεύθερη η κοινωνία να επιλέγει; Και αν η κοινωνία επιλέγει και επιβάλει τα όρια των ελευθεριών ενός ατόμου, δεν σημαίνει παράλληλα πως κατέχει την κυριότητα (έστω και μερικώς) του προσώπου; Με κάνει να διερωτώμαι: Σε ποιόν ανήκω; Είμαι κύριος του εαυτού μου, ή όχι;

Το θέμα, αν και φαινομενικά δείχνει απλό, έχει στην πραγματικότητα πολλές προεκτάσεις. Με τέτοια επιχειρήματα μπορούν να επιβληθούνε στην κοινωνία χίλιες δυό απαγορεύσεις και περιορισμοί. Να συλλαμβάνονται οι ομοφυλόφιλοι επειδή δεν αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσω της ετερόφυλης τεκνοποιίας· να τιμωρούνται οι ακροβάτες στα τσίρκα γιατί υποβάλουν τους εαυτούς τους σε περιττό κίνδυνο· να επιπλήττονται όσοι κάνουν έρωτα χωρίς προφυλάξεις κ.λ.π.

Όταν δέχομαι και νομιμοποιώ, μέσω της αποδοχής επιβαλλόμενων κανόνων στην ζωή μου που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίον ζώ, κατά πόσον μπορώ να πιστεύω και να ισχυρίζομαι ότι είμαι ελεύθερος;

Τελικά... Είμαι κύριος του εαυτού μου, ή είμαι κηδεμονευόμενος υπό την κηδεμονία κάποιου ανώτερου ο οποίος κατέχει την ύπαρξή μου και έχει το δικαίωμα να με ελέγχει;...

Χμ... Πάλι σε σκέψεις έπεσα...


[ Πηγή εικόνας ]


Υστερόγραφο: Συζητώντας το θέμα αυτό, λίγο πριν το δημοσιεύσω, με έναν πολύ αγαπητό και οξυδερκέστατό μου φίλο, ο οποίος μου το απογύμνωσε από όλη την ηθική του διάσταση και το έθεσε σε πιο πρακτική βάση, μου είπε στο περίπου τα εξής:

«Μα και φυσικά δεν είμαστε ελεύθεροι και υποχρεωνόμαστε να υποκύπτουμε στις εξ άνωθεν πιέσεις της κοινωνίας. Από την στιγμή που εγώ, ως άτομο, εξαρτώμαι από αυτήν, είμαι και υπόδουλός της.

»Δεν μπορώ να πάρω και να φτιάξω μόνος μου μία τηλεόραση, έναν υπολογιστή, ένα πλυντήριο, ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο. Κι’ όμως, όλ’ αυτά είναι απαραίτητα πλέον στην καθημερινή μου ζωή. Δεν μπορώ να υπάρξω στην κοινωνία χωρίς όλ’ αυτά.

»Παλαιότερα, θα μπορούσα να τους γράψω όλους και να πάω στο δάσος, να χτίσω μόνος μου το σπίτι μου με πέτρες και ξύλα, να κυνηγάω και να συλλέγω τροφή· αυτά έφταναν και παραφτάνανε για την επιβίωσή μου. Θα ήμουν ελεύθερος. Τώρα όμως, από την στιγμή που δεν είμαι αυτόνομος και ανεξάρτητος, και έχω ανάγκη τις συνολικές και συλλογικές υπηρεσίες της κοινωνίας, υπόκειμαι και τις γενικότερες εξουσίες της...»

Χμ... Οπότε... Αναρωτιέμαι... Μήπως τελικά, όντως, δεν ανήκω στον εαυτό μου, αλλά κατέχομαι από το συλλογικό σύνολο της κοινωνίας, το οποίο ταυτόχρονα με κατέχει, αλλά την κατέχω κι’ εγώ από την δική μου πλευρά (ως μέλος της); Μήπως, δηλαδή, αλληλοανήκουμε, αλλά και αλληλοκατέχουμε αλλήλους;...

Τέτοια σκέφτομαι και δεν μπορώ να σταυρώσω γκόμενο... Να θυμηθώ να κλείσω ένα ραντεβού με τον ψυχολόγο μου... Χμ... Χμ...


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.