8/26/2008

52. Φέρτε μου ένα δάνειο να ξεμπερδεύω!


Φέρτε Mου Ένα Δάνειο Να Ξεμπερδεύω!


Όταν ήμουνα μικρότερος, εκεί γύρω στα δεκαπέντε μου χρόνια, όπου άρχιζα, κάπως, να σκαμπανεβάζω από οικονομικά, με πληροφόρησε ο πατέρας μου πως χρωστούσα περί τα πέντε εκατομμύρια δραχμές (5.000.000) –τότες–, λόγο των διαφόρων δανείων που έχει λάβει κατά καιρούς το κράτος της Ελλάδας.

Τότες, δεν μου είχε φανεί μεγάλο το ποσό, μιάς και το είχα παρομοιάσει με το κόστος απόκτησης ενός μέσου αυτοκινήτου. Σκέφτηκα τότες, με το αφελές(;) μυαλουδάκι μου, πως άμα ήθελα, θα μπορούσα να βγάλω κάποια στιγμή τόσα χρήματα και να ξεχρεώσω να ξεμπερδεύω, μιάς και η αίσθηση του να χρωστάω χρήματα, κυριολεκτικά με διαλύει ψυχολογικά.


[ Πηγή εικόνας ]


Πέρασανε τα χρόνια, μεγάλωσα και το ξέχασα. Το θυμήθηκα ξανά σήμερα, όταν διάβασα σε μία ιστοσελίδα πως το χρέος του «καθενός» μας, έχει ανέβει στα είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσια ευρώ (25.200), ήτοι οχτώ εκατομμύρια εφτακόσιες δώδεκα χιλιάδες εννιακόσιες (8.712.900) παλαιές δραχμές.

Έτσι θέτω ξανά στα τριάντα μου χρόνια το ερώτημα. Μπορώ να πάω σε μιά τράπεζα, να πάρω ένα δάνειο 30.000 ευρώ, και να πάω να τα σκάσω στο κράτος και να ξεπληρώσω εφάπαξ το χρέος μου, ως ένας από τα 11 εκατομμύρια πολίτες αυτού του κράτους; Γιατί, εξών που δεν μου αρέσει να χρωστάω, τίποτα δεν με εξασφαλίζει και δεν με διαβεβαιώνει πως οι «ανίκανοι» που γενικότερα κυβερνούν(;) αυτό το κράτος, δεν θα με χρεώσουν παραπάνω στα επόμενα χρόνια.

Προτού λοιπόν συμβεί κάτι τέτοιο, θέλω από τώρα να ξεχρεώσω και... να βγώ από το παιχνίδι. Όσο για το χρέος στην τράπεζα; Θα είναι πάλι σαν να αγόρασα ένα ακριβό αυτοκίνητο. Θα το ξεπληρώσω σιγά-σιγά σε πέντε-εφτά χρονάκια, και θα ξεμπερδέψω. Μπορώ;

Ρωτάω: Μπορώ;


Υ.Γ.: Ξέρω πως το ερώτημα είναι ρητορικό, και πως δεν μπορώ έτσι απλά να «βγω» από το παιχνίδι. Γιατί απλούστατα, εξακολουθώ να είμαι πολίτης αυτού του κράτους και να συμμετέχω στην ζωή, στα έργα και τις πράξεις του. Πως απολαμβάνω κάποιες παροχές(;!) όπως υγείας π.χ. (;!!) κ.τ.λ. Αλλά ρε γαμώ το. Αυτή η ιδέα να πληρώσω μια κι έξω το χρέος μου και να ξεμπερδέψω, πολύ μου αρέσει —που να πάρει!


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Περικλής)

8/02/2008

51. Αφιέρωμα: Ντίνος Χριστιανόπουλος


Αφιέρωμα:
Ντίνος Χριστιανόπουλος


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης το 1931. Έχει γράψει ποίηση και τραγούδια. Η ιδιαιτερότητά του, αντί να γίνει βραχνάς, έγινε μούσα στα επιδέξια χέρια του μυαλού του.

Γράφει για όλους: για τους άνδρες, τις γυναίκες, τα παιδιά, μα κυρίως για «τ’ αγόρια που δεν γίνονται ποτέ άνδρες». Εκδίδει ποιήματα, όπου περιγράφει την τραγικότητά του, σε μια εποχή που το όλο θέμα της αρσενοκοιτίας, ήταν ταμπού κι απαγορευμένο. Κι αυτό είναι που τον κάνει τόσο σπουδαίο.

Στα ποιήματά του, διακρίνεται ο προσωπικός του πόνος, στην αναζήτηση μιάς αδελφής (η λέξη χωρίς εισαγωγικά) ψυχής, ή έστω μιάς νύχτας χωρίς μοναξιά. Εξών αυτού όμως, μερικά ποιήματα ξενίζουν τον σύγχρονο αναγνώστη, κυρίως για την στερεότυπη εικόνα του άνδρα που έχει παγιδεύσει ο ποιητής μέσα στο μυαλό του. Ας μην τον κρίνουμε απόλυτα και μ’ ελαφρά την καρδία. Ο Χριστιανόπουλος πας κάνει την τιμή, μέσω των ποιητικών, μικρών ψυχογραφημάτων του, να μας μεταφέρει λίγη από την μυρουδιά μιάς άλλης εποχής —της δικής του εποχής.

Ας βουτήξουμε λοιπόν σε δώδεκα ποιήματά του (που πραγματικά με παίδεψε η επιλογή τους, ανάμεσα σε τόσα άλλα υπέροχα που έμειναν απ’ έξω), κι ας ξεκινήσουμε με το αγαπημένο μου, αυτό που με εκφράζει στο εκατό τοις εκατό.




1. ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΓΙΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ

Είσαι ο πρώτος που μου πρότεινες έρωτα.
Η πρότασή σου με αναστατώνει.
Νιώθω ακατάλληλος για τρυφερότητα.
‘Ως τώρα χτυπιόμουν από τοίχο σε τοίχο.
Συνήθισα σε ψίχουλα και παρακάλια.

Πές το μαζοχισμό, πές το όπως θέλεις,
Νιώθω ακατάλληλος για τρυφερότητα.

2. ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

3. ΤΟΣΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ΤΟΣΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ

«Δυό μήνες του πωλούσα έρωτα,
τού ’φαγα κάμποσα λεφτά».
Τυχαία τ’ άκουσα σ’ ένα λεωφορείο
και σφίχτηκε η καρδιά μου.

Για ποιόν να το έλεγαν άραγε;
Αύριο θα το πουν και για μένα.
Τόση λατρεία, τόση τρυφερότητα,
όλα καταλήγουν στον νταβά.

4. ΝΥΧΤΑ, ΧΑΡΙΣΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΚΟΡΜΙ

Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
να χορτάσω κι απόψε την έξαψή μου,
να σκοτώσω κι απόψε την απόγνωσή μου,
δεν τα αντέχω πιά αυτά τα δρομολόγια,
αυτόν τον παιδεμό πίσω από τα ξένα ίχνη.

Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
δεν εξετάζω αν το στήθος είναι όμορφο,
αν τα μπράτσα είναι ψημένα στη δουλειά,
ούτε και νοιάζομαι για των ματιών το χρώμα,
όνομα, επάγγελμα και ηλικία.

Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
έστω και για μισή ώρα, για ένα δεκάλεπτο·
σου τάζω πρώτα πρώτα το κορμί μου,
σου τάζω το μέλλον μου,
σου τάζω κάτι περισσότερο: την ψυχή μου—

χάρισέ μου ένα κορμί.

5. ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΙ

Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου·
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι:
αυτοί για το ψωμί —εμείς για το κορμί,
αυτοί για λευτεριά —εμείς για έρωτα,
για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.

Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου,
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.

6. Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
Μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγείς.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους—
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
Χίλιοι τη χαίρονται —ένας την πληρώνει.


«Ποιήματα»
Συγγραφέας: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εκδόσεις: Ιανός
ISBN: 960-7827-08-2
Αρ. σελίδων: 136



7. ΒΑΡΔΑΡΗ 1977

Σα στολισμένο σαλονάκι το Βαρδάρι υποδέχεται κάθε βράδυ τα φαντάρια του, και σαν τις οικοδέσποινες οι αδελφές τα φιλεύουν κουνήματα και χαρτζιλίκια. Μοναχικοί τύποι περιφέρονται στα πέριξ, μέχρι που το παίρνουν απόφαση και βολεύονται κατά τα γνωστά. Από τις βόρειες συνοικίες τα λεωφορεία κατεβάζουν λογιώ λογιώ παίδαρους και μαγκάκια, μαθητές του καράτε, μουτζούρηδες και εργατοτεχνίτες, που σπουδάζουν σε νυχτερινές σχολές. Όλη τους η ψυχαγωγία: ποδοσφαιράκια κι αυνανιστήρια. Το βραδυνό τους: μιά μπουγάτσα και γάλα. Στις κυριακάτικες κριτικές για το ποδόσφαιρο, το «μαλάκα» παίρνει και δίνει σε όλους τους τόνους. Καροτσάκια με λαθραίες κασέτες διαφημίζουν Αγγελόπουλο και Καζαντζίδη. ΥΠΑΡΧΩ διαβάζεις σε τρίκυκλα και μπλουζάκια. Από τα τέσσερα ύποπτα σινεμά, τα τρία πέρασαν ήδη στη λογοτεχνία και τώρα έχουν σειρά τα πατσατζίδικα. Τα μπάρ ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, κρατώντας όσο μπορούν την παράδοση του Βαρδάρι. Σέρβοι τουρίστες γδύνουν τα ετοιματζίδικα, και κιτρινόμαυρες φυλές απ’ την Ασία τρελαίνονται για τσόντες και πορνό.

Μέσα σ’ αυτή την τοιχογραφία, κάπου θα πάρει το μάτι σας και μένα, να στέκομαι σε μιά άκρη ακίνητος, παίζοντας με το κομπολόι των παθών μου.

8. ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ

Η ιστορία αρχίζει με μια φράση σου:
«Πέσε με τα μούτρα στη δουλειά».

Γονατίζω μπροστά σου με θλίψη,
αγκαλιάζω τα πόδια σου τρυφερά,
βουτάω ολόκληρος στα σκέλια σου με λαχτάρα.
Εσύ στέκεις ακίνητος,
πιό όμορφος, όπως σε βλέπω από χαμηλά,
πιό ήρεμος που ο έρωτας γίνεται απ’ τη μέση και κάτω,
μιά δύναμη απροσδιόριστη υποδαυλίζει τον αντρισμό σου.
Με κοιτά από πάνω καλοδιάθετος,
με λύπη για την κατάντια μου,
με στοργή για το κουσούρι μου,
με φανερή ευχαρίστηση καθώς ξαλαφρώνεις–
σ’ ευχαριστώ που μου χάιδεψες τα μαλλιά.

(Ακόμη μιά επικίνδυνη νύχτα
τελειώνει με κατάνυξη.
Ακόμη μιά φωτιά
αντί να με κάψει, με ζέστανε)

9. ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

Το ’50 τό λέγαν μινέτο. Ήταν μιά λέξη που έφερνε στο νού παραλυσίες ευρωπαϊκού τύπου. Η ηθική μου φρικιούσε και μόνο στο άκουσμά της. Οι παθητικοί το απέφευγαν γιατί το έβρισκαν λίγο εξευτελιστικό· οι ενεργητικοί το αποστρέφονταν γιατί υπέσκαπτε τον αντρισμό τους. Κυριαρχούσε ακόμη ο βιασμός.

Το ’60 τό λέγαν τσιμπούκι —μιά παραπειστική επιστροφή σε οθωμανικές ακολασίες. Οι αδερφές άρχισαν να το δέχονται σαν ένα νόστιμο μεζελίκι, και τα τεκνά ένιωθαν πιό πολύ άντρες όταν κανείς γονάτιζε μπροστά τους. Το χάλασμα είχε αρχίσει, μόνο που δε φαινόταν ακόμα.

Το ’70 τό λέγαν πίπα. Αν το τσιμπούκι γινόταν απ’ το περίσσευμα, η πίπα πλέον βόλευε το υστέρημα. Χάθηκαν οι κολομπαράδες, χιλιάδες μπάμιες μπέρδεψαν με το αλληλογλείψιμο τους ρόλους.

Ποιος ξέρει τί θ’ ακούσουμε ακόμα, τί νέα ονόματα θα υποδυθεί η αναπηρία.

10. ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΙΣ

Ο Θανάσης βάζει λεφτά στο ταμιευτήριο, έχει κιόλας στην μπάντα τριακόσιες χιλιάδες δραχμές. Του λέω πως ο τιμάριθμος τρέχει με 18%, ο τόκος είναι 13%, άρα τον κλέβουν 5%. Ο Θανάσης δε σκαμπάζει από τέτοια, μ’ ακούει καπνίζοντας το τσιγάρο του και χαίρεται που έχει λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης.

Κι εγώ καταθέτω στους φίλους μου την αγάπη μου. Κι όμως, γιατί το κορμί μου εισπράττει λιγότερα απ’ όσα καταθέτει η ψυχή μου; Κι ο τόκος της λατρείας μου ποιο έλλειμμά μου να πρωτοκαλύψει; Πέφτω απ’ τα σύννεφα όταν χρειαστώ λίγη στοργή: η τρυφερότητα που είχα καταθέσει, έχει από καιρό εξαφανιστεί.

Θανάση, εσένα σε κλέβει το κράτος, εμένα ποιος;

11. ΓΕΛΙΕΣΤΕ

Ένας ωραίος άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του. Σε κάποιο απ’ αυτά, απευθύνονταν «σ’ έναν ποιητή ομοφυλόφιλο» και τού ’λεγε πως ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε να γράψει ένα ποίημα. Πήρα μολύβι και σημείωσα από κάτω: «Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα ποιήματα. Το ποίημα δεν βγαίνει από το ξέσκισμα του κώλου, αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής».

12. ΣΕ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΦΙΛΟ

Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Μου αρέσει η μυρωδιά του κορμιού σου.
Πιό όμορφο άρωμα απ’ τον ιδρώτα σου δεν έχει.
Θέλω να γεύομαι την αλμύρα του στήθους σου,
να ρουφώ τη μοσκοβολιά της μασχάλης σου,
να μουσκεύω στην υγρασία των σκελιών σου.

Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Γιατί βιάζεσαι να ξεχάσεις το χωριό και το μηχανουργείο;
Τί τα θέλεις εσύ αυτά τα μοσχοσάπουνα;
Θα σου χαλάσουν ύπουλα τον ανδρισμό σου.

Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Μέσα σε χίλιους φλώρους είδα κι έπαθα να βρω έναν άντρα.
Μείνε αυτό που είσαι:
ένα αχάλαστο λαϊκό παιδί.


«Πεζά Ποιήματα»
Συγγραφέας: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εκδόσεις: Ιανός
ISBN: 960-7827-10-4
Αρ. σελίδων: 87


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Περικλής)

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Βικιπαίδια