7/18/2008

50. Σιντάρτα: Ένα ινδικό παραμύθι


Σιντάρτα:
Ένα ινδικό παραμύθι


Φέτος έχω ξεσκιστεί κυριολεκτικά να διαβάζω. Μέχρι τώρα πάνω από καμιά τριανταριά βιβλία έχουν στοιβαχτεί στο γραφείο μου, που όλο λέω να τα παρουσιάσω, κι όλο –για χί-ψί λόγους– το αναβάλω. Ο Σιντάρτα όμως, είναι ένα βιβλίο, που αφότου το τέλειωσα, το συγκαταλέγω στην δεκάδα των πιό αγαπημένων μου.

Ως συνήθως, δεν θα πω πολλά, εξών του ότι είναι ένα βιβλίο που (ίσως;) επιβάλλεται, στον καθένα που ψάχνει τον εαυτό του, να το διαβάσει κάποτε στην ζωή του. Παραθέτω παρακάτω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο προς εξαγωγή συμπερασμάτων.


[ Πηγή εικόνας ]


[...]

«Γιατί θά ’πρεπε να φοβηθώ ένα σαμάνο, έναν ανόητο σαμάνο από το δάσος που έρχεται από τα τσακάλια, και δεν ξέρει τι είναι οι γυναίκες;»

«Ω, είναι δυνατός ο σαμάνος και δεν φοβάται τίποτα. Θα μπορούσε να σε βιάσει, όμορφο κορίτσι. Θα μπορούσε να σε ληστέψει. Θα μπορούσε να σου κάνει κακό!»

«Όχι σαμάνε, δε φοβάμαι γι’ αυτό. Φοβήθηκε ποτέ ένας σαμάνος ή ένας βραχμάνος πως θα μπορούσε νά ’ρθει κάποιος και να του κλέψει την σοφία, την ευσέβεια και τη σοβαρότητά του; Όχι, αφού του ανήκουν, και δίνει απ’ αυτά μόνον ό,τι θέλει να δώσει και όταν θέλει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Καμάλα και τις χάρες της αγάπης. Το στόμα της Καμάλα είναι κόκκινο και όμορφο, αλλά δοκίμασε να το φιλήσεις χωρίς τη θέλησή της και δε θά ’χεις ούτε σταγόνα! Είσαι διψασμένος για μάθηση, Σιντάρτα. Μάθε λοιπόν αυτό: την αγάπη μπορεί κανείς να τη ζητιανέψει, να την αγοράσει, να την πάρει δώρο, να τη βρεί στο δρόμο, αλλά να την κλέψει δεν μπορεί. Σκέφτηκες λάθος δρόμο. Όχι, θά ’ταν κρίμα ν’ αρχίσει έτσι ένας τόσο όμορφος νέος σαν κι εσένα».

[...]

Του μάθαινε ότι οι εραστές δεν πρέπει να χωρίζονται μετά τη φωτιά της αγάπης χωρίς να θαυμάσουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να νιώσουν τόσο νικημένοι όσο και νικητές, για να μη νιώσει κανείς από του δυό χορτασμένος ή ανικανοποίητος, και να μη γεννηθεί σε κανέναν το άσχημο αίσθημα πως χρησιμοποιήθηκε ή χρησιμοποίησε τον άλλο.

[...]

Ο Σιντάρτα είπε: «Τί μπορώ να σου πω εγώ, σεβάσμιε; Μήπως πως αναζητάς υπερβολικά; Πως η αναζήτηση σ’ εμποδίζει να βρεις;»

«Μα πώς;» ρώτησε ο Γκοβίντα.

«Όταν κάποιος ζητάει», είπε ο Σιντάρτα, «συμβαίνει να συχνά να μη βλέπουν τα μάτια του παρά μόνο το πράγμα που ζητάει, συμβαίνει να μην είναι ικανός να βρει τίποτα, επειδή σκέφτεται πάντα μόνο αυτό που ζητάει, επειδή έχει ένα σκοπό, επειδή κατέχεται από τον σκοπό. Ζητάω θα πει: έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει: είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό. Εσύ, σεβάσμιε, είσαι κατά πάσα πιθανότητα πραγματικά ένας αναζητητής, αφού, επιδιώκοντας το σκοπό σου, δεν βλέπεις μερικά πράγματα που είναι ’μπρός στα μάτια σου».

[...]


«Σιντάρτα: Ένα ινδικό παραμύθι»
Συγγραφέας: Έρμαν Έσσε
Εκδόσεις: Καστανιώτη
ISBN: 960-03-0101-8
Αρ. σελίδων: 158


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
Hermann Hesse - Wikipedia
Siddhartha (novel) - Wikipedia

7/13/2008

49. Εις εαυτόν (γ')


Εις εαυτόν (γ’)
(ή, Μιά ευχή για τον Μάνο)


Στο ξενοδοχείο όπου περιστασιακά εργάζομαι τόσα χρόνια, –έτσι, για να την σπάω στην κάρτα ενεργείας που κουβαλάω στο πορτοφόλι μου από το 2000–, καλύπτοντας ουσιαστικά τις άδειες του μόνιμου προσωπικού, γνωρίζω κόσμο και κοσμάκη: Απλοί οικογενειάρχες με την φαμελιά τους, που ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκαν στην μικρή Ξάνθη· αντιπρόσωποι, που με αγωνία ρωτάνε εάν έχει χώρο στο παρκινγκ για να βάλουν εκεί το αυτοκίνητό τους ώστε να μην ανησυχούν για τα εμπορεύματα που έχουν μέσα· ερωτευμένα ζευγαράκια, που το βλέμμα τους αδυνατεί να κρύψει τον πόθο και την λαχτάρα που καίει στις ψυχές τους, και που χαμογελούν αμήχανα όταν (για τυπικούς λόγους) τους ζητάω να δω μιά ταυτότητα· απελπισμένοι άνδρες που ζητάνε ένα δωμάτιο για λίγες ώρες για να νιώσουν ποθητοί κι ερωτεύσημοι, χάρη στις θυσίες και το δόσιμο μιάς «επαγγελματίας» ερωμένης· ξένοι τουρίστες, που εξερευνούν τα λιγότερα γνωστά μέρη της Ελλάδας, και που μου διηγούνται εκστασιασμένοι τον ενθουσιασμό τους για τις ομορφιές της μικρής αυτής χώρας, χωρίς να γνωρίζουν πως οι κάτοικοί της αγωνίζονται καθημερινά να την καταστρέψουν. Μεταξύ όλων αυτών κι άλλων πολλών, προχθές γνώρισα και τον Μάνο.


[ Πηγή εικόνας ]


Ο Μάνος είναι ένα όμορφο παλικάρι, που φορούσε ένα τζίν παντελόνι με το ένα μπατζάκι τυλιγμένο ψηλά μέχρι τον μηρό κι ανοιχτό καρό πουκάμισο με μιά μαύρη μπλούζα από κάτω. Φορούσε στον λαιμό την αλυσίδα που το φορέθηκε μικρό, όταν έλαβε (χωρίς να ρωτηθεί) το όνομά του σε μιά κολυμβήθρα, και μαύρα γυαλιά πάνω στα μαλλιά του. Τέλος, στο πόδι του, εκείνο του οποίου το μπατζάκι ήταν γυρισμένο κι ανεβασμένο μέχρι τον μηρό, ήταν καλυμμένο με μία μεγάλη λευκή γάζα, κολλημένη με ταινία. Αυτός ήταν κι ο λόγος που είχε κατέβει από το δωμάτιό του στην ρεσεψιόν: να ζητήσει λίγη ταινία από το φαρμακείο, επειδή η γάζα ξεκολλούσε σιγά-σιγά.

Έψαξα, μα με έκπληξη διαπίστωσα πως στο φαρμακείο του ξενοδοχείου, εξών του οξυζενέ, βαμβακίου, και ολίγων ασπιρίνων, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, έτσι του έδωσα το σελοτέιπ του γραφείου σαν προσωρινή λύση.

Ο Μάνος, είχε ένα βλέμμα ανθρώπου που ήταν ελαφρώς χαμένο στο διάστημα. Μισόκατεβασμένα βλέφαρα, βαριεστημένη φωνή και μία ελαφρά ταλάντωση στο σώμα του. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στην σκέψη πως ο Μάνος ήταν –τί άλλο;– ναρκομανής.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να του δώσω ό,τι θέλει και να τον ξαποστείλω αμέσως πίσω στο δωμάτιό του. Αυτό θα έκανε –και ήθελε να κάνει– ο παλιός ο Περικλής. Ο Μάνος όμως, εξών του σελοτέιπ, έκανε και μιά άλλη ερώτηση: «Που μπορώ να βρώ έναν καφέ;». Του απάντησα πως τέτοια ώρα ήταν λίγο δύσκολο, μιάς και το μπαρ του ξενοδοχείου είχε κλείσει στις δέκα. Ο τρόπος όμως που μου το ζήτησε, η απλότητα, αυτό το κάτι που δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αυτό που είναι μιά τόσο γαμημένα απλή ικεσία, με έκανε να λυγίσω, με έκανε να τον λυπηθώ. Έτσι, πήρα το ρίσκο.

«Θα πάω εγώ να σου κάνω έναν φραπέ —άμα θέλεις. Είναι το μόνο που μπορώ να σου φτιάξω τέτοιαν ώρα. Αλλά θα κάτσεις δυό λεπτά μπροστά στην ρεσεψιόν, να μην είναι μόνη κι έρθει κανένας». Όπερ κι εγένετο.

Έφυγα στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου, στην κουζίνα, αφήνοντας το «πρεζόνι» μόνο του στην ρεσεψιόν, με το ταμείο, τα κινητά μου τηλέφωνα κι ό,τι άλλο, εκτεθειμένα στις ορέξεις του. Όταν επέστρεψα μετά από λίγο με τον καφέ, τον βρήκα στην θέση που τον άφησα· στην θέση τους ήταν και το ταμείο και τα κινητά κι όλα. Έτσι, ένοιωσα την πρώτη επιβεβαίωση πως δεν έπραξα λάθος που τον εμπιστεύθηκα, και ταυτόχρονα, το πρώτο χαστούκι που μου θύμισε πως όλοι, λίγο πολύ, είμαστε ρατσιστές κι έχουμε τις προκαταλήψεις μας.

Ο Μάνος έκατσε τον καναπέ μπροστά στην ρεσεψιόν που υπάρχει για τους πελάτες, στρίβοντας το τσιγάρο του και προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση μαζί μου με γνωστές ατάκες του τύπου: «Ωραία η πόλη σας», «Δουλεύεις καιρό εδώ;» «Εγώ ’μαι από ’Σαλονίκη» κ.λπ. Εγώ, επιφυλακτικός στην αρχή, δεν συμμετείχα ενεργά, μετά από λίγο όμως, άρχισα να ανοίγομαι. Σύντομα, κατέφθασε κι ένας φίλος μου, περαστικός που σταμάτησε για λίγο να με δεί, και μπήκε κι αυτός στην συζήτηση. Ο Μάνος, όσο περνούσε η ώρα, ανοιγόταν σε ’μάς όλο και πιό πολύ.

Ο Μάνος είναι είκοσι οχτώ ετών, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, από την Κάτω Τούμπα, και ήρθε στην Ξάνθη για να κάνει ένα (ακόμη) τατουάζ στο πόδι του· «Εδώ», μας λέει, «ο μάστορας είναι από τους καλύτερους!» Μας έφερε κάποια στιγμή κι ένα βιβλίο-λεύκωμα με νεράιδες, ξωτικά και τέτοια, για να μας δείξει το σχέδιο που του «χτύπησαν». Άρχισε να μας μιλάει για την ζωή του: Για την κοπέλα του με την οποία έχει σχέση εδώ και πέντε χρόνια, κι ανέχεται όλες τις «μαλακίες» του. Για την ενεργεία που τον μαστίζει και για τα... προβλήματα υγείας του.

Σύντομα καταφθάνει κι άλλος ένας φίλους μου, που αμέσως συμμετέχει κι αυτός ενεργά στην συζήτηση. Σύντομα, ο Μάνος νιώθει αρκετά καλά για να μας εκμυστηρευτεί το πρόβλημα της υγείας του: «Σε έναν μήνα, μπαίνω στην Ιθάκη», μας είπε, επιβεβαιώνοντας αυτό που η παρέα ήδη γνώριζε. Μας είπε για το πώς ξεκίνησε στα δέκα οχτώ του, από μαγκιά, γιατί κάποιοι «φίλοι» του το πρότειναν. Δέχτηκε την «επίθεση» του φίλου μου, που του είπε πως κατά την δική του άποψη, δεν υπάρχει: «με παρέσυραν· ήθελες και δοκίμασες!» Αντέκρουσε όμως λέγοντας ότι, όπως όλοι, απλά δεν πίστευε πως θα κολλούσε· πως ήταν δυνατός και θα μπορούσε να το κόψει όποτε ήθελε... για να καταλήξει δέκα χρόνια μετά να είναι κολλητός με την ηρωίνη.

Η συζήτηση αποκτάει εντελώς προσωπικό χρώμα, με εκμυστηρεύσεις εκατέρωθεν που φέρνουν τις ψυχές μας πιό κοντά. Ο Μάνος αναθαρρεύει, μαθαίνοντας από τις διηγήσεις μας, πως γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ανθρώπους που είχαν βρεθεί στην θέση του και που σήμερα είναι υγιέστατοι, πλήρως απεξαρτημένοι (πάνω από δέκα χρόνια) και ευτυχισμένοι με τις ζωές τους.

Η ώρα περνάει και το ρολόι δείχνει δύο παρά μετά τα μεσάνυχτα, και σύντομα οι φίλοι μου αναχωρούν, αφήνοντας με μόνο μου με το «πρεζόνι», που αστειευόμενος και με χαμηλωμένη φωνή τους ψιθυρίζω: «Μη μ’ αφήνετε μόνο μου μαζί του!» (κάτι που δυό ώρες πριν, ίσως να το εννοούσα πιο σοβαρά).

Οι συζήτηση προχωράει, και ιστορίες ζωής ανταλλάσσονται. Μου μιλάει για τότε που ήταν μικρός, κι ο αδερφός του, δέκα μόλις χρόνων, διαγνώστηκε με λευχαιμία κι έλειψε έναν χρόνο στην Αγγλία για θεραπεία, με πιθανότητες πενήντα-πενήντα (τελικά τα κατάφερε και είναι σήμερα ένα παλικάρι 25 Μαϊων γεμάτο ζωή· το άλλο παιδί στο ίδιο δωμάτιο δεν τα κατάφερε). Μου μιλάει για το πρώτο του τατουάζ στα δεκάξι, όταν ήθελε να εντυπωσιάσει μιά κοπέλα· για τις παρέες, την πρώην δουλειά του σε κατάστημα οπτικών (και την απόλυσή του λόγο του προβλήματος με τα ναρκωτικά), και για το λύκειο που δεν έβγαλε ποτέ.

Ο Μάνος φοβάται... Φοβάται μήπως δεν τα καταφέρει, μήπως τελικά καταστρέψει τελειωτικά την ζωή του, την ζωή των γονιών του και των άλλων αγαπημένων του. «Η Ιθάκη είν’ η τελευταία μου ελπίδα», μου λέει, «Πρέπει να τα καταφέρω».

Η ώρα περνάει και το ρολόι δείχνει τρείς παρά τέταρτο. Πολλά έχουν ειπωθεί εκατέρωθεν, κι ο Μάνος δείχνει λίγο ανακουφισμένος κι αναπτερωμένος. «Καιρό είχα να απολαύσω έτσι μιά συζήτηση», μου λέει, «ιδίως από κάποιον που ξέρει πως είμαι μπλεγμένος με ναρκωτικά».

Όταν έρχεται η ώρα να ανέβει στο δωμάτιό του και να χωρίσουν η δρόμοι μας, μιάς και δεν θα τον ξαναδώ (μάλλον;), μου ζητάει να του δώσω τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου. Για ένα δευτερόλεπτο το μυαλό μου κωλώνει· μου λέει να μην δώσω κάτι τόσο προσωπικό σ’ ένα «πρεζόνι». Η σκέψη αυτή σύντομα φονεύεται από την συνείδησή μου, που μου φωνάζει δυνατά πως ξέρω καλά πως ο Μάνος δεν είναι κακός άνθρωπος, ούτε θέλει κάτι από εμένα. Θέλει απλά να θυμάται πως γνώρισε κάποτε έναν νεαρό σ’ ένα ξενοδοχείο στην Ξάνθη, με τον οποίον μίλησε κι αντάλλαξε κουβέντες· στον οποίον είπε πολλά από την ζωή του· εκμυστηρεύτηκε τις φοβίες, τα άγχη και τις ελπίδες του· που του πρόσφερε καφέ, παρ’ ότι γνώριζε πως ήταν «πρεζόνι».

Δεν τόλμησα να του ζητήσω κι εγώ από την πλευρά μου τον αριθμό του. Πιστεύω πως δεν θα έχω νέα του... Αν και... κάτι μέσα μου με κάνει να ελπίζω. Ονειρεύομαι πως κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, θα λάβω ένα μήνυμα από άγνωστο αποστολέα που θα λέει κάτι του τύπου: «Είμαι έξω, κι είμαι καθαρός. Και για πρώτη φορά νομίζω πως είμαι κάτι ωραίο, κάτι σωστό, κάτι που αξίζει να υπάρχει» ή «Είμαι/λέω να κατέβω Ξάνθη, και δεν σ’ έχω ξεχάσει, και θά ’θελα να πιούμε έναν καφέ μαζί αν θέλεις»... ή ο,τιδήποτε, αρκεί να είναι κάτι μου γνωστοποιήσει πως είναι καλά, πως το παλεύει.

Φίλε Μάνο... άγνωστο εσύ αγόρι, που έχασες λίγο το μονοπάτι σου από τις αναθυμιάσεις μιάς ψυχοκτόνας ζωής και μιάς παραπαίουσας κοινωνίας που βαδίζει στο σκοτάδι και φονεύει τα παιδιά της για να θρέψει τα χούφταλά της, μην φοβάσαι.


[ Πηγή εικόνας ]


Είσαι ένα υπέροχο πλάσμα, που όπως όλοι, δεν γεννήθηκες επί ματαίω. Γεννήθηκες για να ζήσεις, και θα ζήσεις! Θα τα καταφέρεις —πρέπει! Όχι γιατί θα στεναχωρηθούν οι γονείς σου άμα «φύγεις», όχι γιατί θα κλάψει η κοπελιά σου, όχι γιατί «πρέπει»... Αλλά γιατί το οφείλεις στον εαυτό σου! Ό,τι κι αν υπάρχει (ή δεν υπάρχει) πέρα από τον «θάνατο» της σάρκας, θα το μάθεις, αργά ή σύντομα. Δεν υπάρχει λόγος να επισπεύσεις το αναπόφευκτο. Μπορείς όμως να απολαύσεις αυτά που σου προσφέρονται τώρα· σήμερα. Θα ήταν κρίμα να μην τα γνωρίσεις· δέ θά ’ταν;

Φίλε Μάνο, για εσένα κάνω μιά ευχή: να τα καταφέρεις. Και σ’ ευχαριστώ κι εγώ από πλευράς μου, γιατί βλέποντάς σε, είδα κι ένα κομμάτι του εαυτού μου να ανακλάται επάνω σου: τον αυτοκαταστροφικό μου εαυτό. Μου θύμησες πως κι εγώ, όπως όλοι μας, είμαστε σκλάβοι κι εξαρτημένοι από κάτι —υπερβολικά λιγοστοί οι πραγματικά απεξάρτητοι! Μου θύμισες πως κι εγώ, όπως κι εσύ, είμαστε ουράνια παιδιά που χαθήκαμε στο σκοτεινό δάσος, και κλαίγοντας ψάχνουμε το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει πίσω στην ζεστή αγκαλιά απ’ όπου ήρθαμε· το ξέρουμε πως υπάρχει, είναι ανεξίτηλα χαραγμένο στο πίσω μέρος του συλλογικού υποσυνείδητου. Το σκοτάδι μας τρομάζει, ο φόβος μας, μας κάνει να ξεχνάμε καμιά φορά τις αέρινες ιδιότητές μας, και για να επιβιώσουμε επιβουλευόμαστε τις ιδιότητες των θηρίων του δάσους, και γινόμαστε το ένα και τ’ αυτό με αυτά.

Έτσι κι εγώ, έτσι κι εσύ, έτσι κι όλοι μας... Χαμένοι μέσ’ το δάσος ψάχνουμε στο τέλος, όχι απλώς την αγκαλιά που μας έλειψε, αλλά και τον χαμένο μας εαυτό που αφήσαμε κάπου πίσω μας... και μας λείπει τόσο πολύ, μα τόσο πολύ, που μερικές φορές θέλουμε να βάλουμε (και βάζουμε) τα κλάματα.

Εύχομαι να τον βρεις τον χαμένο σου εαυτό Μάνο, εύχομαι να τον βρεις... Όπως εύχομαι να τον βρω κι εγώ· να τον βρούμε κάποτε όλοι μας. Γιατί μας αξίζει η αγάπη, φίλε Μάνο, είμαστε όλοι παιδιά της, και μας αγαπάει όλους... Απλά καμιά φορά το ξεχνάμε... και χανόμαστε...

—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Πασχίδης)

7/09/2008

48. Αφιέρωμα: Μαρίνος Γιώργος


Αφιέρωμα: Μαρίνος Γιώργος


Ο Γιώργος ο Μαρίνος, αποτελεί από μόνος του ένα φαινόμενο για την Ελλάδα. Δεν είναι απλώς ο μοναδικός, ίσως, εναπομένων show-man, μιάς εποχής όπου η λέξη σήμαινε κάτι, αλλά αποτελεί και παράδειγμα ήθους προς μίμηση. Σεβόμενος την ιδιαιτερότητά σου, και μάλιστα σε εποχές δύσκολες, κατάφερε να μιλήσει στην καρδία του κόσμου όσο λίγοι· με τις παραστάσεις, τα σκετς και τα τραγούδια του.

Παραθέτω κάτω τους στοίχους από τρία τραγούδια του που μου αρέσουν πολύ από τις ερμηνείες του.



—Μόνον Άνδρες—

Άνδρες, στα σκοτεινά δωμάτια,
Σβήνουν το φώς κλείνουν τα μάτια,
Άνδρες, με χέρια που ιδρώνουν,
Σπίρτα καμένα που κυκλώνουν άνδρες,
Που ονειρεύονται γυμνοί,
Κι εκλιπαρούνε την σιωπή σου,
Μόνο άνδρες,
Γδύσου.

[Χ2] Άνδρες που παλεύουν σαν μωρά,
Που πυροβολούν στον αέρα,
Άνδρες που τρελαίνονται την ’μέρα,
που φοβούνται το σκοτάδι.

Άντρες, μόνοι, που παραμιλάνε,
Άντρες π’ αγαπάνε... μόνο άνδρες.

Άντρες, στα μπαρ που ξενυχτάνε,
Καμένα μάτια που κοιτάνε άνδρες,
Μεσ’ τους καπνούς χαμένοι,
Κάποιος στο’ δρόμο περιμένει άνδρες,
Π’ αυτοκτονούν με μηχανές,
Και κομματιάζουν τη’ σιωπή σου,
Μόνο άντρες... Ντύσου.

[Χ2] Άνδρες που παλεύουν σαν μωρά,
Που πυροβολούν στον αέρα,
Άνδρες που τρελαίνονται την ’μέρα,
που φοβούνται το σκοτάδι.

Άντρες, μόνοι, που παραμιλάνε,
Άντρες π’ αγαπάνε... μόνο άνδρες.


—Η Οπλαρχηγός Ελένη—

Η οπλαρχηγός Ελένη, είχε πόνο στην καρδιά,
Και σαν πρώτα αντρειωμένη,
Έβγαινε απ’ τις εννιά στην στη’ Συγγρού,
στην Παραλία, καί ’κανε περιουσία.

Η οπλαρχηγός Ελένη, με σημαία και σταυρό,
Όταν είναι λυπημένη, κάνει λιώμα τον εχθρό,
Και μετά το έγκλημά της μνημονεύει την μαμά της...

[Χ2] Αχ, αμάν-αμάν μανούλα,
κοριτσάκι μου γλυκό,
Σκέπασέ με, σκότωσέ με,
σε μισώ και σ’ αγαπώ.

Η οπλαρχηγός Ελένη, μέσ’ τις πούλιες και τα στρας,
Στους στρατώνες μέσα μπαίνει,
Κυριακάς κι εορτάς ξεσπαθώνει-ξεσπαθώνει,
Τις φρουρές αναστατώνει.

Η Οπλαρχηγός Ελένη, με μουστάκι γυριστό,
Που ποτέ της δε’ πεθαίνει,
Σαν τον Διάκο σουβλιστό,
Παίρνει ό,τι βρει μπροστά της
Και θυμάται τη’ μαμά της...

[Χ2] Αχ, αμάν-αμάν μανούλα,
κοριτσάκι μου γλυκό,
Σκέπασέ με, σκότωσέ με,
σε μισώ και σ’ αγαπώ.

Η οπλαρχηγός Ελένη, μιά βραδιά με συναντά,
Με τα μάγια της με δένει,
Δεν την έσκιαζ’ η σκλαβιά,
Και τινάζει στον αέρα,
Δέκα οχτώ χρόνων καριέρα.

Η οπλαρχηγός Ελένη, πόρνη και ναρκομανής,
Βρέθηκε κομματιασμένη, στις ακτές της Αττικής,
Βρήκαν το σημείωμά της πού ’χε γράψει στη μαμά της...

Αχ, αμάν-αμάν μανούλα,
κοριτσάκι μου γλυκό,
Σκέπασέ με, σκότωσέ με,
σε μισώ και σ’ αγαπώ.
Αχ, αμάν-αμάν μανούλα,
κοριτσάκι μου γλυκό,
Ζήτω η ελευθερία,
Κάτω-κάτω η τυραννία!
Σε μισώ και σ’ αγαπώ.


—Τα Παιδιά Της Επαρχίας—

Τα παιδιά οικογενείας, της επαρχίας,
Δε’ φλερτάρουν ποτέ δημοσία,
Δε’ φλερτάρουν ποτέ στη’ πλατεία·
Τα παιδιά οικογενείας,
Συχνάζουν στις Μαντάμ Βιργινίας.

Τα παιδιά οικογενείας, της επαρχίας,
Κάνουν γάμο στα είκοσι τρία,
Και διαβάζουν, κρυφά, ανά τρία,
Ιατρό οικογενείας, και τρέχουν,
Στις Μαντάμ Βιργινίας.

Στη’ κάμαρή της, με το γιασεμί,
Πρωτόδαμε ολόγυμνο κορμί,
Πρωτόδαμε γυμνά τα σώματά μας,
Με τον παρά μας.

Τη’ αλεγρία στο σπίτι της Μαντάμ,
Άπ’ το κρεβάτι ακούγαμε το τραμ,
Του χρόνου φεύγω με την ταχεία,
Από την επαρχία.

Τις Κυριακές έπεφτε κόσμος λαϊκός,
Υποδεχόταν’ η Μαντάμ προσωπικός,
Τις Κυριακές μιά μουσική λησμονημένη,
Αχ νά ’χα μιά δική μου αγαπημένη,

[Χ2] Και έπαιζε φυσαρμόνικα, η Μόνικα.

Οι φίλοι αμίλητοι στο σπίτι της Μαντάμ,
Την Κυριακή δεν πέρναγε το Τραμ,
Και τα κορίτσια είχαν κάνει απεργία,
Αχ, τα καλά παιδιά στην επαρχία,

[Χ2] Τους παίζει φυσαρμόνικα, η Μόνικα.


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Περικλής)

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
Γιώργος Μαρίνος: Μόνον Άντρες

7/06/2008

47. Περί χρηματοδοτήσεως πολιτικών κομμάτων


Περί Χρηματοδοτήσεως Πολιτικών Κομμάτων


Το όλο σκάνδαλο με τον γνωστό Γερμανό κολοσσό ηλεκτρονικών και βάλε, έχει φέρει στην επιφάνεια, εξών των γνωστών και προφανών προβλημάτων, κι ένα άλλο, μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας, κι αυτό είναι η διαφάνεια των εσόδων κι εξόδων των πολιτικών κομμάτων.



Σε άρθρο της, η εφημερίδα «Καθημερινή», 06/07/2008, παρουσιάζει μία δημοσκόπηση, στην οποία περιλαμβάνεται και η ερώτηση: «Τί είναι καλύτερο; Μάλλον να επιτρέπεται, ή μάλλον να απαγορεύεται η χρηματοδότηση των κομμάτων από ιδιώτες και επιχειρήσεις;» Το 68% των ερωτηθέντων απαντάει πως «μάλλον να απαγορεύεται».

Πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι γιατί έβαλαν την λέξη «μάλλον» —δεν είναι μάλλον· είναι πρέπει! Σε ένα καθεστώς δημοκρατίας, η ύψιστη αρχή, είναι αυτή της ισηγορίας· το δικαίωμα δηλαδή του κάθε υποψηφίου, να αγορεύσει για το ίδιο διάστημα χρόνου που αγόρευσαν οι υπόλοιποι συνυποψήφιοι.

Για να γίνει κάτι τέτοιο λοιπόν, σε μια «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία (κι όχι άμεση όπως είναι το ιδανικό), όπου αυτή εκφράζεται με μεγάλο –συνήθως– αριθμό μελλών-υποψήφιων, υπάρχουν έξοδα. Τα έξοδα αυτά τα δίνει το ίδιο το κόμμα, αλλά, συνήθως συνεισφέρει κι ο ίδιος ο υποψήφιος, όσο κι όπως μπορεί. Τα έξοδα αυτά βέβαια, στις σημερινές συνθήκες ιδιαίτερα, είναι μεγάλα, και γι’ αυτό διαχειρίζονται συνήθως από το κόμμα με κεντρικούς μηχανισμούς. Από πού όμως μπορεί ένα κόμμα να έχει έσοδα, αφού είναι ένα είδος «μη κερδοσκοπικού» οργανισμού; Το πρόβλημα αυτό το λύνει το πολίτευμά μας με τις χρηματοδοτήσεις τους από το ίδιο το κράτος.

Εδώ βέβαια ξεκινάει το πρώτο μεγάλο πρόβλημα. Οι χρηματοδοτήσεις δεν είναι ίσες ανάμεσα στα κόμματα, αλλά δίνονται με βάση την πολιτική δύναμη του κάθε κόμματος χωριστά (συνήθως των αριθμό των εδρών που κατέχουν στην βουλή). Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, είναι ακριβώς η χρηματοδότηση από ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Αυτό απλούστατα, γιατί όταν ένα κυβερνών κόμμα, παραλαμβάνει μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, μέσω της κρατικής, αλλά και ιδιωτικής ενίσχυσης, αποκτά αυτομάτως και μεγαλύτερη δύναμη έκφρασης. Με απλά λόγια: μπορεί να αγοράσει περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο για να προβάλει διαφημιστικά σπότ, να πληρώσει για καταχωρίσεις στο έντυπο τύπο, να χρηματοδοτήσει περισσότερες πολιτικές ομιλίες υποψηφίων στελεχών του.

Αντίθετα, ένα κόμμα με μικρή οικονομική ενίσχυση από το κράτος, και μικρό αριθμό ιδιωτών που στηρίζουν το κόμμα οικονομικά, έχει πολύ λιγότερα χρήματα για να πράξει τα όλα όσα προαναφέρθηκαν. Αποτέλεσμα; Κατάργηση της ισηγορίας στην πράξη.

Πρέπει, επιτέλους, να καταλάβουμε πως αυτό δεν είναι δημοκρατία, και πως όσο κι αν το επιθυμούμε (επειδή έχουμε στρεβλωμένη αντίληψη της δημοκρατίας, βλ.: «γουστάρω να δίνω λεφτά στο κόμμα της επιλογής μου γιατί είναι δικαίωμά μου!») δεν να επιτρέπεται, ούτε ως ιδιώτες, ούτε ως επιχειρήσεις να συνεισφέρουμε στην χρηματοδότηση οποιουδήποτε κομματικού σχηματισμού· διαταράσσοντας την ισηγορία.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, πως τα κόμματα που θα συμμετάσχουν στις εκλογές, πρέπει να έχουν σταθερό προϋπολογισμό και καθορισμό μέγιστου επιτρεπόμενου ύψους δαπανών. Έτσι, το Χ κόμμα θα μπορεί π.χ. να επιλέγει μεγαλύτερη προβολή στην τηλεόραση, και λιγότερες ανοιχτές ομιλίες, ενώ το Ψ το ανάποδο. Βέβαια, πολλοί θα πούνε πως κι αυτό παραβιάζει την υπεράσπιση μου της ισηγορίας, μιάς και η παραπάνω προβολή ενός κόμματος σε ένα «ισχυρό» Μ.Μ.Ε., την παραβιάζει. Έστω, ας τεθεί κι εκεί μέγιστος χρόνος προβολής. Στο κάτω-κάτω, αυτά είναι διαδικαστικά, που πιστεύω πως εύκολα επιλύονται.

Γενικά:

  • Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η συνδρομή ιδιωτών,(πάρτε ένα κουπονάκι για το κόμμα καλέ μου κύριε), γιατί έτσι επηρεάζεται σημαντικά η οικονομική δύναμη του λόγο του αριθμού των υποστηρικτών του.
  • Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η οικονομική ενίσχυση από επιχειρήσεις, ασχέτου μεγέθους, (επ’ ευκαιρίας... βρήκατε σε ποιόν θα δώσετε εκείνο το εργάκι της νέας γέφυρας που θα ενώνει την Κρήτη με την Ρόδο; Έχουμε καλά μπετά!) που μπορούν κατόπιν να επηρεάζουν πολιτικό-οικονομικές υποθέσεις του κράτους.
  • Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρηματοδότηση από τους ίδιους τους υποψήφιους του κόμματος (εμείς έχουμε δέκα μεγαλοεπιχειρηματίες στο κόμμα κι έτσι δεν έχουμε πρόβλημα χρήματος, ενώ οι «απέναντι» έχουν μόνο δύο και είναι και μικροβιοτέχνες).
  • Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η άνιση χρηματοδότηση των κομμάτων από το κράτος.

Κάποιος θα επισημάνει βέβαια, πως αυτό θα πυροδοτούσε, ίσως, την δημιουργία δεκάδων, ή κι εκατοντάδων νέων, μικρών κομμάτων, που θα λάμβαναν χρηματικά ποσά που θα κατασπαταλούνταν άδικα, ζημιώνοντας έτσι δραματικά την οικονομία. Θα απαντήσω πως κι αυτό το πρόβλημα είναι καθαρά τεχνικό. Θα μπορούσε φερ’ ειπείν να μπουν κάποια όρια στην χρηματοδότηση, σχετικά με το πόσο παλιό ή καινοφανές είναι το κόμμα που ζητάει χρηματοδότηση, να έχει υποχρεωτικό αριθμό μελλών· αρκετών ώστε να το καθιστούν κόμμα κι όχι «δωδεκαμελής» οργάνωση για την σωτηρία της Μπεκάτσας κ.λπ. Δεν είμαι ειδήμον· απλώς πολίτης είμαι που εκφράζω την γνώμη μου.

Επίσης, μετά το πέρας των εκλογών, τα κόμματα θα παραθέτουν, ανοιχτά στις εφημερίδες –όπως γίνεται με τους ισολογισμούς των εταιριών– τα οικονομικά τους στοιχεία· διασφαλίζοντας έτσι την νομιμότητα και την διαφάνειά τους.

Έτσι, ίσως να περιοριστεί κάπως η διαφθορά, και τα όποια οικονομικά παίγνια στα οποία εμπλέκεται η πολιτική, με αποτέλεσμα τα σημερινά, τραγελαφικά αποτελέσματα, που το μόνο που καταφέρνουν είναι να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία της Δημοκρατίας.

Τέλος, να επισημάνω και κάτι σχετικά με την γνωστή υπόθεση: Αν υπάρχουν μαύρα ταμία στα κόμματα, που περιέχουν, μαύρο, αδήλωτο χρήμα, αυτό το χρήμα, λογικό δεν είναι να ξοδεύεται και μαύρα; Δηλαδή, να μην κόβονται αποδείξεις και λοιπά παραστατικά, με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων από το κράτος, μέσω της φορολόγησης; Αυτό δεν είναι θέμα που θα έπρεπε ήδη να έχει κινήσει τις φοροτεχνικές υπηρεσίες να κάνουν άνω-κάτω τα οικονομικά των κομμάτων; Χμ... Μούμπλε-μούμπλε...

Κλείνω παραθέτοντας λίγο Ισοκράτη, έτσι, για να θυμούνται οι παλιότεροι, και να μαθαίνουν οι νεότεροι, που λέει κι η παροιμία.

«Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία.»


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Πασχίδης)

7/04/2008

46. Πέντε Πράγματα, Που Μου Την Σπάνε! (β')


Πέντε Πράγματα, Που Μου Την Σπάνε! (β')


Εισαγωγή: Μετά από την προηγούμενή μου ανάρτηση με τίτλο: «Πέντε Πράγματα Που Μου Την Σπάνε» στις 19/12/2007, σχετικά με το τί μου πρήζει τα ούμπαλα, με εκνευρίζει και γενικώς μου την σπάει, ακολουθεί το δεύτερο μέρος με πέντε πράγματα, που με πρήζουν και που με έχουν κουράσει τον τελευταίο καιρό. Ας αρχίσουμε λοιπόν.




1. Συστηματική λογοκρισία του διαδικτύου και της ελεύθερης έκφρασης γενικότερα.

Όλο και περισσότεροι bloggers τον τελευταίο καιρό, δηλώνουν ανοιχτά τους φόβους τους σχετικά με ενδεχόμενες συνέπειες, ιδίως νομικές, λόγο αυτών που γράφουν. Τελευταίο θύμα ο φίλτατος «Greek Rider», που δήλωσε ευθέως πως σκέφτηκε μερικές φορές, και να διαγράψει το blog του (ένα από τα πιο ενδιαφέροντα που έχω βρει, κατά την ταπεινή μου άποψη). Δεν ξέρω ειλικρινά πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση.

Επίσης, άλλο παράδειγμα, η μήνυση γνωστής αλυσίδας κινηματογραφικών αιθουσών, που μήνυσε κριτικό ταινιών σε μεγάλη εφημερίδα, επειδή, όπως ανακοίνωσαν, η κριτική του, αποθάρρυνε εν δυνάμει θεατές, κι έτσι είχε διαφυγόντα κέρδη. [βλ. Περαστικός: «Μην κρίνετε ινά μη μηνυθείτε»]

Γενικώς, τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Το ερώτημα είναι, ως πότε θα συνεχίζεται αυτή η «επίθεση» στον απλό πολίτη, μιάς –δήθεν;– δημοκρατικής κοινωνίας. Η έκφραση της γνώμης, καλόβουλης ή κακόβουλης, είναι κύριο χαρακτηριστικό κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Όταν ο απλός πολίτης φοβάται να εκφραστεί ελεύθερα, επειδή υπάρχει ο διαρκής φόβος νομικής εμπλοκής, ιδίως από «ισχυρούς», τότε η δημοκρατία μεταλλάσσεται σύντομα σε ολιγαρχική δικτατορία· ενδεδυμένη με τα άμφια της δημοκρατίας.

Το θέμα είναι, πως εάν δεν λάβουμε τώρα τα μέτρα μας, δεν κινηθούμε άμεσα, θα είναι πολύ αργά. Διότι στην κοινωνία και την ζωή μας γενικότερα, ισχύει και πάλι το ρητό του Ιπποκράτη: Καλύτερα να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις. Επομένως, ας είμαστε σίγουροι πως υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα μας στην ελευθερία λόγου, προτού την χάσουμε εντελώς (και μετά τρέχουμε).

Να επισημάνω στο τέλος, πως αυτό δεν σημαίνει πως μπορούμε να επιτρέπουμε την συστηματική συκοφάντηση και σπίλωση ανθρώπων, εταιριών και καταστάσεων γενικότερα με ανακριβείς ή χαλκευμένες αναφορές· σε τέτοιες περιπτώσεις έχει λόγο η δικαιοσύνη. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να επιβάλλεται γενικότερο κλίμα εκφοβισμού.


2. «Νέο ρεκόρ σημείωσε η τιμή του βαρελιού προκαλώντας...»

Ναι, έχω σιχαθεί να ακούω τα απανταχού δελτία ειδήσεων να ξεκινάνε με αυτό το θέμα το δελτίο τους. Όποιος γνωρίζει έστω κι ελάχιστα από διεθνή πολιτική και οικονομία, θα πρέπει να το περιμένει. Όλος ο κόσμος πλέον, όχι μόνο η δύση, θέλει πετρέλαιο, κι αυτό στερεύει (αν και νέες μελέτες λένε ότι σύντομα θα βρεθούν μεγάλα κοιτάσματα σε ανεξερεύνητα έως τώρα μέρη όπως στην Ανταρκτική). Το θέμα είναι ότι το πετρέλαιο το ελέγχουν λίγοι και ισχυροί· γιατί να μην το εκμεταλλευτούν στο έπακρο; Στο κάτω-κάτω... Καπιταλισμό έχουμε.

Και να σας πώ κάτι; Χρόνια πριν, είχα δει ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, γαλλικής παραγωγής, όπου έδειχνε πως θα γινόταν η ζωή στην Γαλλία εάν το πετρέλαιο έφτανε τα 200 δολάρια το βαρέλι (θα τα φτάσουμε σύντομα —μη γελιέστε!) Στο ντοκιμαντέρ τα γεγονότα εξελίσσονταν το 2012-13. Να που το σενάριο συμβαίνει απλώς 5 χρόνια νωρίτερα —μην το κάνουμε θέμα! Το θέμα είναι πως το είχαν προβλέψει, κι είχαν σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης. Get ready to change your life "average" citizen!

Όσο για το τι θα κάνουμε; Θα σας πω: Θα πάψουμε να παίρνουμε τ’ αυτοκίνητο για «βόλτα» και θα χρησιμοποιούμε περισσότερο τα πόδια (λιγότερες καρδιοπάθειες). Θα επανέλθει η «γειτονιά» και ο συνοικιακός της χαρακτήρας. Τουτέστιν θα ανθίσουν ξανά τα μικρομάγαζα και τα γαλακτοπωλεία κ.λ.π. (τέρμα οι βόλτες στα μεγάλα shopping-mall· δε συμφέρει να ξοδέψεις δέκα ευρώ βενζίνη για να πας κι άλλα δέκα να πληρώσεις το parking). Τον χειμώνα θα ντυνόμαστε όπως πρέπει. Όχι κοντά σορτσάκια στο σπίτι την ώρα που χιονίζει έξω, όχι κοιλιές και μέσες έξω τον χειμώνα με τον θερμοστάτη στις δημόσιες υπηρεσίες στους 25 βαθμούς Κελσίου· ούτε πουλόβερ στην ίδια υπηρεσία το καλοκαίρι, επειδή η κυρία κρύωνε με το κλιματιστικό ρυθμισμένο στους 19 βαθμούς Κελσίου (αληθινό γεγονός που με τσάτισε!). Επίσης, τέρμα στην κατασπατάληση πλαστικού. Τέρμα οι πολλές πλαστικές σακούλες, τα σελοφάν στα περιοδικά, και πάσης φύσεως προϊόντα· τέρμα στα πλαστικά μπουκάλια· ναι στο ανακυκλώσιμο γυαλί και λοιπά φυσικά υλικά.


3. «... ο μέσος Έλληνας πολίτης»

Καλός ο Λαζόπουλος, αλλά μεγάλο ατόπημα αυτό το «ο μέσος Έλληνας πολίτης» που το πέρασε παντού. Είναι φυσικά μεταφορά του αμερικάνικου «average American citizen», που κατά την άποψή μού είναι φράση απαράδεκτη σε δημοκρατικά καθεστώτα.

Το κύριο χαρακτηριστικό σε μία δημοκρατία –που θέλει πραγματικά να λέγεται Δημοκρατία– είναι η ισοπολιτεία και ισονομία. Τουτέστιν όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο. Όταν λες κάποιον ή κάποια ομάδα «μέσο-η», τότε αυτόματα την διαστρωματώσεις. Η λέξη «μέσος» είναι λέξη με συγκριτικό βαθμό· υπάρχει ο κατώτερος, ο μέσος, κι ο ανώτερος. Όταν λοιπόν αποκαλείς κάποιον ως «μέσο Έλληνα πολίτη», αυτόματα υπονοείς πως υπάρχει και κατώτερος, υπάρχει και ανώτερος —πράγμα φύσει ενάντια στην λογική της πραγματικής Δημοκρατίας. Λεπτομέρειες θα μου πείτε: «Λες κι αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματική ζωή; Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον νόμο ρε Ναυτίλε; Πλάκα μας κάνεις;»

Ναι, στην πραγματική ζωή, υπάρχουν ανισότητες. Το θέμα είναι πως άμα αρχίζεις να το παραδέχεσαι και στον τρόπο σκέψης σου, το παιχνίδι έχει εξ ολοκλήρου χαθεί. Πρέπει να το κάνουμε βίωμα, και κατόπιν να το απαιτήσουμε στην πράξη. Αλλιώς θα έχουμε περισσότερα «σκάνδαλα» στο μέλλον, μαζί με παραγραφές και... αδιαφάνειες.

Στην Δημοκρατία δεν υπάρχει «μέσος πολίτης»· υπάρχει «πολίτης», σκέτο! (Άστα λα σιέμπρε, το κερατούχτεν μου ’δω μέσα!)


4. Οι διακοπές των Ελλήνων.

Δεν θα πω πολλά. Απλά πως μου την σπάει που ο Σουηδός, ο Γερμανός, ο Βρετανός, κ.τ.λ., με μισθό διπλάσιο, τριπλάσιο και τετραπλάσιο από τον μέσο Ελληνικό μισθό, έρχεται στην Ελλάδα για δεκαπενθήμερες διακοπές, με τα μισά χρήματα απ’ ό,τι πληρώνει ο Έλληνας. Γιατί; Πώς; Πότε; Ας μου το ’ξηγήσει κάποιος! Το θεωρώ παράλογο. Και μη μ’ αρχίσετε πάλι με τους δείκτες της οικονομίας και τις λοιπές μαθηματικές αλχημείες, γιατί κρατάω στα χέρια το Ming της Μαρκορά (και θα το σπάσω)!


5. Το «Ναι» της Ε.Ε. στα μεταλλαγμένα τρόφιμα.

Οκέι, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα: έχει καλά και κακά. Αλλά ένα από τα καλά που μου άρεζε ήταν η άτεγκτη στάση της Ε.Ε. απέναντι στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες τροφίμων. Να που αυτό αλλάζει. Και με ποιά δικαιολογία; Μα να χτυπηθεί η φτώχια φυσικά!

Αντί να κοιτάξουνε να δούνε που τρενάρει το σύστημα στην παραγωγή τροφίμων, στην γενικότερη οικονομική πολιτική απέναντι στην αγροτική παραγωγή, διαλέγει την εύκολη λύση που οι «φίλοι» μας οι Αμερικάνοι προσπαθούν χρόνια να μας πλασάρουν: τα μεταλλαγμένα. Είναι εύκολα στην καλλιέργεια, δεν παθαίνουν εύκολα ζημιές από παράσιτα, έχουν μεγαλύτερη κερδοφορία· λένε. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν είναι γνωστές, αν και οι πρώτες ενδείξεις ήταν καταστροφικές· άγνωστες και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ανθρώπινο (κι όχι μόνο) οργανισμό.
Έτσι, λένε, θα λυθεί το πρόβλημα της ακρίβειας: με την εισαγωγή και την καλλιέργεια «φτηνών» τροφών.

Το γεγονός ότι χιλιάδες τόνοι οπορολαχανικών πετιούνται κάθε χρόνο στις χωματερές της Ελλάδας, π.χ., για να μην πέφτει η τιμή τους από την υπερπροσφορά, είναι αλλουνού Παπά ευαγγέλιο;! (το κερατούχτεν μου!!)

Έτσι-έτσι... Οι φτωχοί να τρώνε τα αμφιλεγόμενα και «φτηνά» μεταλλαγμένα, κι οι πλούσιοι τα «βιολογικής καλλιέργειας». Ε, ρε Greenpeace... Πόσο προφητική ταινία αποδείχτηκες...


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

7/03/2008

45. Διήγημα: Ο Μαρίνος κι ο Διαρρήκτης


Διήγημα:
Ο Μαρίνος κι ο Διαρρήκτης


Ο Μαρίνος Βαρταλιάδης ήταν αυτό που λένε, ήσυχο ανθρωπάκι. Ήταν είκοσι εννέα ετών, μέτριου αναστήματος, λίγο πλαδαρός μα όχι παχουλός, με καστανά κοντά μαλλιά και γενικότερα συμπαθητικό παρουσιαστικό.

Από μικρό παιδί ήταν πολύ ήσυχος· επιμελής μαθητής με καλούς βαθμούς κι επαίνους. «Αυτό το παιδί θα πάει μπροστά», συνήθιζαν να λένε οι δάσκαλοι κι οι καθηγητές του. Πράγματι, δεν έπεσαν πολύ έξω στις προβλέψεις τους. Ο Μαρίνος, μετά από πέντε χρόνια σπουδών στα οικονομικά, βρήκε δουλειά σε μεγάλη τράπεζα ως ταμίας. Από τις επτά το πρωί, ως τις τρεις το μεσημέρι, μετρούσε τα χρήματα άλλων ανθρώπων κι ανεχότανε τα παράπονα και τις βρισιές των πελατών σχετικά με τους τόκους, τις ουρές και γενικώς τα της τραπέζης προβλήματα...

[...]


Για την συνέχεια: κάντε κλικ με το ποντίκι σας στο εικονίδιο για να ανοίξετε το αρχείο σε μορφή ".pdf" (Acrobat Reader). Το διήγημα ήταν υπερβολικά μεγάλο για δημοσίευση στο blog.




Διήγημα: «Ο Μαρίνος κι ο Διαρρήκτης»

Αρ. Σελίδων: 30 - Μέγεθος αρχείου: 457,6 ΚΒ


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Πασχίδης)