5/26/2008

35. Αφιέρωμα: Νίκος Καββαδίας


Αφιέρωμα:
Νίκος Καββαδίας


Η ποίηση του Νίκου Καββαδία είναι διαφορετική από την συνηθισμένη· αναρχική, όχι τόσο στην δομή, μα στην «πεζή» της θεματολογία και την ωμή παρουσίαση αληθινών καταστάσεων μέσα από το πρίσμα του ταξιδεμένου ανθρώπου που συνεχώς αναζητά.

Παρατίθενται παρακάτω μερικά από τα αγαπημένα μου ποιήματα, τα οποία επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας. Είναι από τις δύο του συλλογές με τίτλους, «Πούσι» και «Μαραμπού». Εάν σας αρέσουν, καλό θα ήταν να τα προμηθευτείτε και να τα απολαύσετε τα δύο αυτά έργα του σε όλο τους το μεγαλείο.




—ΠΟΥΣΙ—


ΤΟ ΚΑΡΑΝΤΙ

Στο κορίτσι από το Βόλο

Μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυό στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τά ’χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κίτρινη —σινιάλο του νερού.
Φούντο τις δυό και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυό φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού.

Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεγμένα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Ορντίνα δίνει ο Παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.

Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς,
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
Στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια.


ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Στο Γιώργο Θεοτοκά

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κ’ οι δυό στο χάρτη·
Γύρισες και μού ’πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θά ’χεις μπεί.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μιά κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μιά νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μού ’πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
«Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά».

Άλλοτε απ’ τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μαθήματα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυό σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στα λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.





—ΜΑΡΑΜΠΟΥ—


ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτέ να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί μου με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράγματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν τό ’μαθε, γιατί δεν τό ’πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα —σαν άνθος έμοιαζε αλπικό—
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου ’χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταίρων εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γής,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θά ’φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μιά φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μές στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε νά ’πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη αξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυιλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μιά βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζίν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τον δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια π’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πόρνων)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μιά κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φώς. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλα μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φώς τ’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα νά ’χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μιά φωνή,
κι είσαι μιά εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μιά το πορτοφόλι μου... Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρόν επάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μιά αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...



ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μιά μέρα στην Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν —Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μιά μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιό της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μονάχα δεκαεννιά χρονών,
Κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιάν άκακη, μιά παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με... Κάποτες όπου ’χα πιεί πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιάν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευσε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με... Μιά βραδιά θολή στο Σάντα Φέ,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αίσχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήταν τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ’ έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε... ετούτο το κορμί μου το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει...


ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικον ατσάλινο μαχαίρι
—όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες—
που από έναν γέρον έμπορο τ’ αγόρασα στ’ Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα νά ’τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιάν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μιά βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλει ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος τό ’χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά τό ’χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δόν Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό την Δόνα Τζύλια,
Την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μιά βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν’ αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
—Πόσο έχει; —Μόνο φράγκα εφτά. Αφου το θέλεις πάρ’ το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το ’καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...


ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ

του Ι. Πικραμένου

Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρεί,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.

Μού ’λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν,
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.

Μού ’λεγ’ ακόμη ότ’ είδ’ αυτός, μιά νύχτα πού ’χε πιεί,
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
—Σαν πάμε στο Αντέν, μού ’λεγε, και σύ θα δοκιμάσεις.

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και τού ’λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με τό ’να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι’ αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπάρ Ρετζίνα —στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.

Μιά μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.


ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ

Φίλε μου Αλέξη, τό ’λαβα το γράμμα σου·
και με ρωτάς τι γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που μα μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
—σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε—
και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ το την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα αν διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου ’λεγε: Το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μάγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πείς σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,
Κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,
πως μ’ ένα φορτηγό —πές της— μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ’ρχότανε
Σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.
Δε θα βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...



«Πούσι»
Συγγραφέας: Νίκος Καββαδίας
Εκδόσεις: ΑΓΡΑ
ISBN: 960-325-038-4
Αρ. σελίδων: 36

«Μαραμπού»
Συγγραφέας: Νίκος Καββαδίας
Εκδόσεις: ΑΓΡΑ
ISBN: 978-960-325-037-1
Αρ. σελίδων: 52


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

Σύνδεσμοι: (ανοίγουν σε νέο παράθυρο)
Νίκος Καββαδίας - Βικιπαίδεια
http://en.wikipedia.org/wiki/Nikos_Kavvadias

7 σχόλια:

revqueer είπε...

Πού χάθηκες πάλι βρε χαμένο κορμί;;;;

Ο πατέρας μου είναι μεγάλος φαν του Καββαδία και έχουμε όλα τα έργα του τα οποία έχω διαβάσει πολλάκις!

'ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ'
Πραγματικά τέλειο!

revqueer είπε...

ΧΑΧΑΧΑΑΧΑ! Αφήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σχόλιο ο ένας στον άλλο!

Ναυτίλος είπε...

Revqueer:

Χάθηκα, Ζαμπέτα, πιστή μου δουλάρα... ε... Revqueer ήθελα να πω, πιστέ μου αναγνώστη... Δουλειές, λίγο η κούραση και κάτι τρεχάματα... και δεν προλαβαίνω να blogαρω. Άσε δε και τον κος Τοφαλίδη... Να δώ πότε θα βρω χρόνο να γράψω τίποτα.

Καλλιτεχνική φλέβα η οικογένειά σου δηλαδή, ε;

;-)

Περαστικός είπε...

Δεν ξέρω γιατί πάντα αγαπούσα τόσο πολύ αυτό τον ποιητή, από μικρό παιδί. Έχω όλα τα έργα του που έχω διαβάσει πολλές φορές μα κάθε φορά που τα ξαναδιαβάζω νοιώθω τη συγκίνηση που ένοιωσα την πρώτη φορά, καλή ώρα τώρα.

Ναυτίλος είπε...

Περαστικός:

Χαίρομαι που απόλαυσες το μικρό αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία Περαστικέ. Να περνάς πού και πού να σε βλέπουμε.

George Tsitiridis είπε...

που ήσουν τόσο καιρό Ομοφυλόφιλε αντρα.
Συνέχισε με τα αφιερώματα.
πολυ ωραία!!

Ναυτίλος είπε...

Πισωγλέντι:

Είμαι λίγο busy αυτόν τον καιρό, και έτσι δεν έχω πολύ χρόνο για συγγραφή και μελέτη. Χαίρομαι που σ’ αρέσουν τα αφιερώματα. Καλά να περνάς.

:-)