6/06/2008

37. Εις εαυτόν (α’)


Εις εαυτόν (α’)


Πατάω πια γερά στα τριάντα. Δεν το συνειδητοποιώ συχνά· μόνο όταν το βλέπω σαν νούμερο το καταλαβαίνω. Συνειδητοποιώ, κυρίως συγκρινόμενος με τους άλλους και τις νόρμες της κοινωνίας, πως βρίσκομαι σε μία ηλικία που θεωρείται από πολλούς ως ένα μικρό ορόσημο, όπου για πρώτη φορά πρέπει να λογοδοτήσω για τις μέχρι τώρα πράξεις και έργα της ζωής μου· όχι τόσο στους συνανθρώπους μου και την κοινωνία, όσο στον ίδιο μου τον εαυτό.



Στην χώρα, και το ημισφαίριο γενικότερα, όπου γεννήθηκα, μου είχε δοθεί μιά μεγάλη περίοδο χάριτος —όπως στα περισσότερα παιδιά. Τα παιδικά μου χρόνια βαφτίσθηκαν –αυθαίρετα;– ως ανέμελα, λόγο φύσει ανωριμότητας· η εφηβεία ως περίοδος αυτό-ανακάλυψης και αυτοπροσδιορισμού, στην οποία δημιούργησα τα περισσότερα γνωρίσματα του ενήλικου χαρακτήρα μου, ενώ στην μεταεφηβική ηλικία, πέρασα αυτό που λένε: περίοδο προσαρμογής, όπου προσαρμόστηκα στην ιδέα πως το παιδί εντός μου πέθανε, για να γεννηθεί το τωρινό μου εγώ, και πως ο κόσμος με αντιμετωπίζει πλέον πολύ πιο αυστηρά.

Στην κάθε φάση (που υποδιαιρείται και σε μικρότερες περιόδους, με ειδικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα η κάθε μία) μου επιτράπηκαν κάποια λάθη και κινήσεις, που αργότερα δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια επιείκεια. Ο λόγος είναι πως, ο κόσμος, κι εγώ ο ίδιος, περιμένει πως μέσα από τα όποια λάθη μου, μαθαίνω κι εξελίσσομαι. Έτσι, όταν διέπραξα κάποια λάθη, και κυρίως, τα διέπραξα σε «αναμενόμενες» περιόδους της ζωής μου, περάσανε σχεδόν απαρατήρητα.

Στην ηλικία των τριάντα όμως, η κοινωνία, αλλά κι εγώ ο ίδιος –εγώ, η σκέψης μου, η νόησής μου, η ψυχή μου, αυτό που νομίζω κι αντιμετωπίζω ως συνειδητότητα–, νιώθει πως θα έπρεπε να είχα φτάσει σε ένα σημείο, όπου τα λάθη να είναι λίγα και τα έργα μου πολλά, και, κατά προτίμηση, τα περισσότερα εξ αυτών καλά. Επίσης, θα ήθελα να πιστεύω πως οι περισσότερες «παιδίστικές» μου απορίες θα είχαν λυθεί· θα γνώριζα περισσότερα, τόσο για τον κόσμο, όσο και για τον εαυτό μου... Τότε, γιατί νιώθω τόσο λάθος· τόσο ξεστρατισμένος από το μονοπάτι της σιγουριάς και της βεβαιότητας, τόσο γεμάτος απορίες κι ερωτήματα, όχι μόνο για τον κόσμο που με περιβάλει, αλλά, το κυριότερο, για τον ίδιο μου τον εαυτό; Ποιος είμαι;

Τα κλασσικά γνωρίσματα είναι πως, σε αυτή την ηλικία, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχω μία σταθερή εργασία, να έχω κάποια σχέση, ή έστω να έχω ζήσει κάποιους έρωτες. Να γνωρίζω τί μου αρέσει και τί όχι· ποιες επιδεξιότητες διαθέτω και ποιες όχι· πού είμαι καλός και που όχι· τί μου αρέσει στην ζωή και τί όχι· τί μου αρέσει επάνω μου και τί όχι. Να ξέρω τα γνωρίσματα του χαρακτήρα μου: ποιες οι αρετές και τα μειονεκτήματά μου. Αλλά και πιο γήινα πράγματα όπως: ποια μουσική μου αρέσει και ποια όχι· ποιες οι αγαπημένες μου ταινίες· ποια τα αγαπημένα μου φαγητά· τί ζητάω από έναν σύντροφο για να νιώσω πως με καλύπτει, και τι προσφέρω εγώ· τί ζητάω από τον εαυτό μου και τι όχι; Κι όμως, αυτή η σταθερότητα είναι απούσα —δεν υφίσταται στην ζωή μου! Είμαι άραγε λοιπόν, ακόμη ανολοκλήρωτος;

Ίσως όμως, λέω, ίσως, αυτό να είναι και καλό όμως: το να συνειδητοποιώ πως είμαι ανολοκλήρωτος· πως έχω ελλείψεις και κενά, και μάλιστα πολύ μεγάλα. Ίσως να έχω καταλάβει αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι στην γη...

Οι περισσότεροι «σοφοί», φιλόσοφοι ανά τους αιώνες, αλλά και οι «μοντέρνοι» ψυχολόγοι του καιρού μας, συμφωνούν πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ωριμάζουν ποτέ· αρνούνται να ωριμάσουν γιατί αυτό θα τους βγάλει από την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας της ψευτο-ολοκλήρωσής τους. Λένε, πως το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων παραμένει στάσιμο στην ψυχολογική-συναισθηματική ηλικία των δεκατριών με δεκαπέντε ετών. Εκεί, μετά το πρώτο καψούρεμα και την πρώτη απογοήτευση, νομίζουν πως τα έχουν ζήσει όλα, και πως πλέον τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει για να μάθουν, να διδαχθούν, να ανακαλύψουν. Ίσως για αυτό μένουν προσκολλημένοι σε παιδικές κι ανώριμες αντιλήψεις, κι αντιδρούν ανάλογα. Για αυτό υπάρχει ζήλια, φθόνος, απουσία αληθινής αγάπης, ιδιοτέλεια, τυφλή υπακοή σε δόγματα, έλλειψη κατανόησης του άλλου και συνεχής ανάγκη για επιβράβευση. Όλα αυτά γιατί, η ωρίμανση του σώματος και της ψυχής, είναι στην αντίληψη του ανθρώπου συνυφασμένες έννοιες, λανθασμένα ταυτόσημες· ενώ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα!

Αφ’ ενός η ωρίμανση σου σώματος έχει προσδιοριστεί χάρη στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης. Το σώμα του ανθρώπου, λέει, ωριμάζει περίπου στην ηλικία των δεκαοχτώ με είκοσι ετών· με μερικές αποκλίσεις ανάλογα με το φύλο και τις ιδιαιτερότητες του κάθε οργανισμού χωριστά. Είναι όταν το σώμα παύει να χτίζει και να μεγαλώνει, τα όργανα έχουν πάρει τις τελικές τους διαστάσεις, η ομοιόσταση είναι δεδομένη, κι όλα λειτουργούν λίαν καλώς. Είναι τότε που, οι θρησκείες κι οι όποιες νόρμες των απανταχού κοινωνιών, λένε κατά το δοκούν πως είναι καιρός αυτός ο οργανισμός να αναπαραχθεί και να ολοκληρώσει έτσι τον σκοπό του που είναι η αναπαραγωγή του —και μόνο αυτό(!)

Αφ’ εταίρου, η ωρίμανση της ψυχής και του συναισθηματικού τομέα, επέρχεται, μπορούμε (αυθαίρετα) να πούμε, όταν το άτομο νιώθει και βιώνει την ολοκλήρωση του χαρακτήρα του. Οι φιλοσοφίες και τα δόγματα που έχουν αναπτυχθεί γύρω από το θέμα της ψυχής και της ολοκλήρωσης, είναι πάμπολλες και δεν δύναται να απαριθμηθούν σε έναν τόσο μικρό κείμενο. Το θέμα, ίσως, είναι ένα: πότε ολοκληρώνεται μία ψυχή, μία προσωπικότητα και ίσως παραπέρα: ολοκληρώνεται ποτέ μία ψυχή; Φτάνει μία ζωή για να επέλθει η φώτιση, η ολοκλήρωση, ή πρέπει να ασπαστούμε τις ανατολικές φιλοσοφίες που μιλάνε για μετενσάρκωση έως ότου ολοκληρωθεί, γιατί μία ζωή δεν φτάνει;

Τώρα λοιπόν που κατανοώ, πως άλλο πράγμα είναι που το σώμα μου δεν θα ψιλώσει άλλο, και άλλο το πώς εγώ νιώθω και βλέπω τον εαυτό μου και τον κόσμο, είναι δύο χωριστά πράγματα, συνειδητοποιώ το πόσο ανώριμος είμαι στην ψυχή και στον συναισθηματικό μου κόσμο.

Έχτισα κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, μία προσωπικότητα, ασπαζόμενος τις κοινές αντιλήψεις της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσα, και που συνεπώς διαμόρφωσαν, λίγο πολύ αυθαίρετα, το μυαλό μου, συντελώντας στην διαμόρφωση του κοινωνικού μου προσωπείου· αυτού που εγώ δέχομαι κι αντιμετωπίζω ως εαυτό μου. Αλίμονο, την πάτησα για τα καλά.

Αφ’ ενός γιατί οι γνώσεις που μου δόθηκαν, και που διαμορφώνουν το μυαλό, ήταν εξ αρχής «πειραγμένες». Οι παραδώσεις, τα πρότυπα και οι νόρμες μιάς κοινωνίας, ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο και το κάθε άτομο χωριστά, είναι απόρροια καταγραφής εμπειριών που χάνονται στο βάθος των αιώνων. Το μυαλό είναι περιορισμένο, εξ αρχής διαμορφωμένο από τους τρόπους όλων των περασμένων γενεών, από τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες άλλων, που μου επιβλήθηκαν από την στιγμή της γέννησής μου.

Αφ’ εταίρου γιατί έρχεται κάποια στιγμή, που το συνειδητοποιώ όλο αυτό, και πως καταλαβαίνω πως αυτό το «λογισμικό» που μου τοποθετήθηκε, είναι ασύμβατο σε πολλές περιπτώσεις, τόσο με το μυαλό, όσο και με το πνεύμα μου (ακόμη και με το σώμα μου μερικές φορές). Είναι τότε που σπάει αυτό το προσωπείο, και από τις ραγάδες αναδύεται το πραγματικό μου εγώ, η αληθινή μου ουσία, που έρχεται, συνήθως, σε αντιδιαστολή με την μέχρι τώρα δεδομένη προσωπικότητά μου.

Αυτό λοιπόν με ώθησε στο να στραφώ ξανά εντός μου και να κοιτάξω βαθιά μέσα μου, για να διαπιστώσω και να δω πως δεν είμαι ολοκληρωμένος· όπως τόσα χρόνια νόμιζα. Έτσι, χρειάστηκε να κάτσω πάλι σαν πρωτάκι, με κοντό παντελονάκι και γδαρμένα γόνατα, στο θρανίο της ζωής, για να ανοίξω τα τεφτέρια της ζωής και να ρωτήσω εξ αρχής τις ίδιες πάλι ερωτήσεις που ρώταγα μικρός. Είδα, πως οι απαντήσεις που μου δίνανε τα βιβλία, διέφεραν κατά πολύ, ανάλογα με το ποιόν ρωτούσα, πότε τον ρωτούσα, που τον ρωτούσα, και πως συνέφερε τον ερωτώμενο· πως στην ίδιά ερώτηση που κάποτε ρώτησα, κι έλαβα τότες μία ικανοποιητική απάντηση, τώρα άλλη μου φαίνεται πιο λογική και σωστή. Επίσης, είδα πως στο βιβλίο, είχαν προστεθεί πολλές-πολλές σημειώσεις, δικές μου, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με αυτά που γράφει το βιβλίο.

Συνειδητοποιώ λοιπόν πως άλλαξα, και πως εξακολουθώ να αλλάζω. Κι είναι δύσκολο, και σπαστικό –να πάρει!–, να πρέπει να αλλάζω το προσωπείο μου και την σκέψη μου για άλλη μιά φορά —και πρέπει να λογοδοτήσω για αυτό στους συνανθρώπους μου. «Γιατί ’χθές μου είπες άλλα, και τώρα αλλιώς μου τα λές;» ρωτάνε με βλέμμα που προδίδει φόβο και περιέργεια. Η αλλαγή είναι απρόβλεπτη, είναι άγνωστη έως ότου εκδηλωθεί. Και το άγνωστο τρομάζει τους ανθρώπους!

Έτσι είναι λοιπόν. Τους συνήθισα για χρόνια με βλέπουνε και να με αντιμετωπίζουν με συγκεκριμένα κριτήρια, συμπεριφορές κι ενέργειες, κάτω από ένα σταθερό πρίσμα· νόμιζαν πως με γνώριζαν... Να που ανακαλύπτουν πως δε με γνωρίζουν καθόλου. Αυτό που ίσως τους τρομάζει πιο πολύ, δεν είναι η δική μου αλλαγή· αυτό που τους τρομάζει, είναι πως πρέπει κι αυτοί να επαναπροσδιορίσουν την σχέση τους απέναντι στον νέο μου εαυτό. Αυτό τους αναγκάζει να ψάξουν κι αυτοί μέσα τους, να ξαναδούν τον μηχανισμό, τον εαυτό τους, αναγκαστικά· γιατί αλλιώς, πώς θα προσδιορίσουν την νέα στάση τους απέναντί μου, αν δεν με συγκρίνουν με τον εαυτό τους;

Βλέπω τώρα καθαρά, νομίζω, το πόσο δύσκολο είναι να αλλάζεις. Όταν αλλάζεις, αναγκαστικά θα πρέπει να αλλάξουν κι οι άλλοι, αυτοί που σε περιβάλλουν κι επικοινωνούν μαζί σου. Βλέπω έτσι και μόνος μου, πως μιά μικρή, ανεπαίσθητη αλλαγή επάνω μου, επιφέρει αλλαγές και στους τριγύρω μου. Και, φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο: όταν κάποιος άλλος αλλάξει, αναγκάζομαι να αλλάξω κι εγώ απέναντί του, για να επαναπροσδιορίσω την επικοινωνία μαζί του.

Ναι... Νομίζω πως τώρα τα πράγματα ξεκαθαρίζουν στο κεφάλι μου... Και πάνω που νόμιζα πως έλεγα ανοησίες... Αλλά να, ξεκαθαρίζουν τα πράγματα μέσα μου... Τώρα καταλαβαίνω την δύναμη μου, τώρα βλέπω πως η αλλαγή τελικά, είναι αναπόφευκτη· τίποτα δεν μένει αμετάβλητο. «Τα πάντα ρει», όπως είπε κι ο Ηράκλειτος.

Ναι, τώρα το καταλαβαίνω. Τί κι αν τριαντάρισα, τί κι αν μου ζητάνε να λογοδοτήσω; Να πώς ποιος είμαι, και τί! Άλλαξα πολύ από τα είκοσί μου. Δεν ακολούθησα τις νόρμες –όχι πως αυτό είναι κακό–, δεν πάτησα μόνο στα γνωστά μονοπάτια· ακολούθησα και μερικά άλλα, πιο σκοτεινά, πιο κακοτράχαλα. Ίσως μια μέρα κατορθώσω να χαράξω και καινούργια μονοπάτια... Ποιος ξέρει;

Αν ποτέ, χρειαστεί να λογοδοτήσω, τόσο στους άλλους, μα όσο και σε εμένα, θα είναι για αυτό και μόνο: Πως δεν άλλαξα, πως έμεινα στάσιμος κι απαράλλαχτος. Αν, παραδείγματος χάρη, έλθει κάποια στιγμή που στο μέλλον, διαβάζοντας αυτά μου τα λόγια, γελάσω, και τα κρίνω, και πω πως ήσαν ανόητα κι ανώριμα, θα χαρώ. Γιατί θα σημαίνει πως δεν είμαι ο ίδιος με αυτόν που κάποτε τα έγραψε. Θα σημαίνει πως άλλαξα —έστω και λιγάκι.

Δεν ξέρω, κι ούτε λέω πως κι εγώ μεγάλωσα πολύ. Είμαι κι εγώ σε εφηβική ηλικία· το ξέρω καλά. Αλλά... να πάρει! Τουλάχιστον έχω επίγνωση αυτού, και θέλω να πιστεύω, πως θα αλλάξω· αργά η γρήγορα. Πρέπει να αλλάζω —διαρκώς!... Αλλιώς, αλίμονό μου! Αλίμονό μας! Αλίμονό σας...


—ΤΕΛΟΣ—


Όποιος θέλει, μπορεί να αφήσει το σχόλιό του· με σεβασμό στον εαυτό του και στον συνάνθρωπό του. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το κείμενό μου.

Τάδε έφη,
© Ναυτίλος Του Διαδικτύου (Περικλής Π.)

3 σχόλια:

sikia είπε...

Όλοι και όλα αλλάζουν! Σχεδόν όλα δηλαδή....
Γλυκέ μου Ναυτιλουλίνι, σου εύχομαι τα καλύτερα!

GeorgiosT είπε...

Γι αλλη μια φορα,αυτοαναλυωμενος,"Εγραψες"!!!
Ετσι ειναι οπως τα γραφεις..Απο τοτε που σε προτογνωρισα μοιαζεις ελαχιστα πια σ αυτο που ησουνα κι εδειχνες!
Και χαιρομαι πολυ γι αυτο!-:)

Ναυτίλος είπε...

Συκιά:

Όντως, όλ’ αλλάζουν [κι όλα ίδια μένουν;] κι εξελίσσονται. Μεταξύ αυτών κι εμείς. Ευχαριστώ για τις ευχές σου.


Decadance2:

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια φίλε μου. Φυσικά, έπαιξες κι εσύ τον ρόλο σου στην μέχρι τώρα «μεταμόρφωσή» μου. Σ’ ευχαριστώ πού ’σαι δίπλα μου φίλε μου αγαπημένε. Νά ’σαι πάντα καλά.

:-*